Πληθαίνουν οι υποψηφιότητες για τον Νέο Φορέα, μπορεί να φθάσουν και να ξεπεράσουν τις δέκα, επακόλουθο πρωτίστως της απουσίας ενιαίας κομματικής δομής. Αν υπήρχε ήδη κόμμα, και επομένως κοινά αποδεκτό προγραμματικό πολιτικό πλαίσιο, κάποιοι από τους διεκδικητές της ηγεσίας θα είχαν «συνεταιριστεί» με άλλους και οι υποψηφιότητες δεν θα ξεπερνούσαν τις 4-5. Βέβαια, ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις γνωρίζουμε ότι στην πραγματικότητα 2-3 είναι οι πραγματικοί αντίπαλοι και ότι οι υπόλοιποι διεκδικούν να καταγράψουν τις δυνάμεις τους για να πετύχουν στη συνέχεια κατάλληλη αντιπροσώπευση της μερίδας τους στα κομματικά όργανα –όπως έγινε στις τελευταίες εκλογές της ΝΔ με τους κ.κ. Τζιτζικώστα και Γεωργιάδη. Αν μάλιστα απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία και προβλέπεται δεύτερος γύρος, οι ελάσσονες υποψήφιοι έχουν προφανώς τη δυνατότητα να διαπραγματευθούν την υποστήριξή τους και να διεκδικήσουν υψηλά αξιώματα σε περίπτωση νίκης –όπως ακριβώς συνέβη με τον Αδωνη Γεωργιάδη.

Ολα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά και λίγο-πολύ θεμιτά. Αθέμιτο είναι, νομίζω, να υπάρχει αρχηγός τόσο ισχυρός ώστε οι θέσεις εξουσίας μέσα στον μηχανισμό να μην κατακτώνται από συλλογικές διαδικασίες αλλά να απονέμονται από τον αρχηγό, όπως εν πολλοίς συνέβαινε στη ΝΔ επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και στο ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι λογικό επίσης ότι οι περισσότερες υποψηφιότητες προέρχονται από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, κόμμα του 43% έως πριν από λίγα χρόνια, άρα υπάρχουν εκεί στελέχη με πείρα και αρκετές φιλοδοξίες ώστε, και αν ακόμη γνωρίζουν πως δεν θα κατακτήσουν την πρώτη θέση, να πιστεύουν ότι τους αξίζει μία από τις δεύτερες. Γιατί είναι αυτονόητο πως η υποψηφιότητα συνεπάγεται και πολιτική δέσμευση ότι όποιος ηττηθεί δεν θα εγκαταλείψει τον Νέο Φορέα χάριν άλλου κόμματος ή προσωπικής διαδρομής.

Ομως ο αριθμός των υποψηφιοτήτων μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη όχι απλώς θεμιτών προσωπικών φιλοδοξιών στο πλαίσιο ενιαίου κόμματος αλλά και απουσίας κοινών προγραμματικών θέσεων μεταξύ αυτών που θέλουν να εκφράσουν την Κεντροαριστερά –η οποία υποτίθεται σπαράσσεται από τη σύγκρουση «φιλοδεξιών» και «φιλοαριστερών». Αν η προθεσμία για την κατάθεση των υποψηφιοτήτων παρατεινόταν, οι υποψήφιοι (ορισμένοι ίσως δεν γνωρίζονται ούτε καν κοινωνικά μεταξύ τους) θα είχαν τη δυνατότητα να διερευνήσουν αν υπάρχουν δυνατότητες σύμπλευσης.

Αλλά και αν ακόμα δεν γίνει αυτό λόγω των ασφυκτικών προθεσμιών, ίσως στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας να διαπιστωθούν συγκλίσεις που θα επιτρέψουν συμμαχίες μεταξύ υποψηφίων και επομένως κάποιες αποσύρσεις. Μου φαίνεται πως κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο θεμιτό αλλά και ευκταίο: θα αποδείξει πως υπάρχει μεγαλύτερη ενότητα από την εικαζόμενη ώς τώρα. Και η ενότητα και ισχύς της Κεντροαριστεράς, εξυπηρετεί κατεξοχήν αυτή την εποχή το δημόσιο συμφέρον.