Τετάρτη βράδυ, στο κατάμεστο Ηρώδειο. Από τις πρώτες δονήσεις του χορού των «Περσών» είχες την παρηγορητική, για έναν θεατρόφιλο, αίσθηση ότι η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Αρης Μπινιάρης θα αποτελεί σημείο αναφοράς για κάμποσα χρόνια. Αίσθηση που στο φινάλε, καθώς όρθιοι οι θεατές χειροκροτούσαν παρατεταμένα τους συντελεστές, είχε γίνει πλέον σιγουριά. Συνειδητά χρησιμοποιώ τη λέξη «συγκίνηση» για να προσδιορίσω το συμβολικό νήμα που έδενε το κοινό με τη σκηνή. Συγκίνηση για τον σεβασμό με τον οποίον ο Μπινιάρης στην πρώτη του σκηνοθεσία αρχαίου δράματος αφουγκράστηκε το έργο του Αισχύλου επιστρατεύοντας μία σύγχρονη σκηνική γλώσσα, χωρίς όμως να απεμπολεί τα κλασικά χαρακτηριστικά της τραγωδίας χάριν αισθητικών εντυπωσιασμών. Για την ποιητικότητα με την οποία απέδωσε τη βαρβαρότητα των Περσών, το πώς ενέταξε στην παράσταση τον ρυθμό αναδεικνύοντας τη μουσικότητα του λόγου, τη σωματική υπέρβαση της Καραμπέτη.

Οι «Πέρσες» δεν είναι απλώς ένα αντιπολεμικό έργο. Είναι σαν να παρακολουθείς τις δονήσεις της Ιστορίας από την πλευρά του ηττημένου που ηττήθηκε πρωτίστως λόγω της δικής του ύβρεως. Αυτό που μου έκανε όμως εντύπωση είναι ότι το, θεωρητικά, εκπαιδευμένο κοινό του Ηρωδείου χειροκρότησε εν μέσω της παράστασης όταν ο αγγελιοφόρος ανέφερε το «Νυν υπέρ πάντων ο αγών υπέρ βωμών και εστιών» των Ελλήνων. Εγκλωβισμένοι στο φολκλορικό «γιούργια», βολεμένοι πίσω την αντριοσύνη του μικρού ήρωα, ειρηνιστές στα λόγια αλλά με έτοιμο να ξυπνήσει εντός μας έναν φουστανελάτο οπλαρχηγό. Και ενώ συγκινούμαστε με τον Αισχύλο που υπονοεί ότι για να προχωρήσεις πρέπει να αφήσεις πίσω τις ήττες σου, συγχρόνως εξακολουθούμε να αναμασάμε τους πολέμους μας προς κατοχύρωση λεβεντιάς και ηθικού πλεονεκτήματος.