Στην πολιτική δεν υπάρχει χώρος που μπορεί να μείνει ακάλυπτος για πολύ καιρό –ό,τι αφήνει ο ένας, το παίρνει ο άλλος. Το αξίωμα ισχύει ακόμη περισσότερο όταν τα περιθώρια κινήσεων είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα. Οταν ας πούμε ο Αλέξης Τσίπρας ζει για την ημέρα που θα υποσχεθεί διορισμούς στο Δημόσιο και τους προαναγγέλλει με την υποσημείωση στα ψιλά γράμματα της εξαγγελίας ότι αυτοί δεν μπορούν να γίνουν παρά από το 2018 και μετά.

Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη τα περιθώρια κινήσεων είναι εξίσου στενά. Θα ήταν αστείο να υποσχεθεί ότι θα καταργήσει το Μνημόνιο με ένα νόμο και ένα άρθρο. Θα ακουγόταν σαν κακό ανέκδοτο η δέσμευσή του ότι θα επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 760 ευρώ και σαν σύμπτωμα πολιτικής παράλυσης η διαβεβαίωση ότι αυτός ως πρωθυπουργός θα δανειστεί από κάπου αλλού, την Ιαπωνία ή την Αυστραλία. Κι έτσι, όταν ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί ένα είδος εισοδισμού στην κεντροδεξιά ατζέντα ανακαλύπτοντας την αξία των επενδύσεων, εκείνος τρέχει να καπαρώσει ό,τι έμεινε ακάλυπτο στην αριστερή: τα εργασιακά δικαιώματα.

Είναι κάτι που φάνηκε στη συνάντησή του με τους κοινωνικούς φορείς: «Οι δουλειές που θα προκύψουν από τις επενδύσεις –είπε –δεν μπορεί να είναι με μισθούς των 360 ευρώ και με την ελαστική απασχόληση που έχει επιβάλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ». Η δήλωση μπορεί να διαβαστεί και ως προοίμιο μιας γενικότερης φιλεργατικής ρητορικής –την ευνοεί εξάλλου το ίδιο το αντικείμενο της τρίτης αξιολόγησης. Θα αποδώσει όμως η τακτική; Θα πιστέψει η κοινή γνώμη πως ό,τι γκρεμίζει σε κοινωνικό κράτος ο ΣΥΡΙΖΑ, θα το χτίσει η ΝΔ; Μένει να φανεί εάν στον χώρο που βρήκε ακάλυπτο για λίγο, ο αρχηγός της θα αντέξει τον συνωστισμό.