Δεν είναι βασικός κανόνας της πολιτικής, αλλά του πολιτισμού: δεν απαντάς σε κάποιον που σου λέει ότι σκότωσαν τον παππού σου επειδή ήταν ταγματασφαλίτης. Δεν ανοίγεις διάλογο με τη ρητορική του μίσους, την άναρθρη κραυγή, τη βαρβαρότητα, δεν συνδιαλέγεσαι με τα σταγονίδια του χρυσαυγιτισμού. Η Εύα Καϊλή επανήλθε ακολουθώντας αυτόν τον πολιτισμικό κανόνα. Δεν έχει σκοπό, είπε, να ανοίξει συζήτηση με όσους καταφεύγουν στην ύβρη, τη συκοφαντία, τη χυδαιότητα.

Επανήλθε για να πει ακόμη ότι «το ΠΑΣΟΚ είναι εκείνο που έκλεισε τον διχασμό, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ τον ανοίγει σε κάθε ευκαιρία». Κι έχει δίκιο. Ακόμη κι αν το κόμμα της έκλεισε τη δεκαετία του 1980 τον διχασμό με όρους πλιάτσικου, με κλαδικές και πρασινοφρουρούς, ο ΣΥΡΙΖΑ τον χρησιμοποιεί ως καύσιμο υλικό. Ως οργανικό τμήμα της στρατηγικής του –μιας στρατηγικής της έντασης που ανέβαινε βαθμίδες όσο πιο εμφανής γινόταν στον ορίζοντα η προοπτική της εξουσίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν περίμενε την πρόσκληση της Εσθονίας για να χαρακτηρίσει τους άλλους ακροδεξιούς και φιλοναζί. Ως αντιμνημονιακή, «απελευθερωτική» δύναμη είχε ήδη αντλήσει από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της Ιστορίας, από τα βάθη του εμφυλιοπολεμικού μίσους, ό,τι πιο απεχθές βρήκε πρόχειρο: τους γερμανοτσολιάδες, τους Κουίσλινγκ, τους Τσολάκογλου.

Το έκανε με «κάθε ευκαιρία» όπως θα έλεγε και η Καϊλή. Κι εντάξει, η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ μπορεί να είναι πολύ νέα για να έχει λόγο να επιμείνει στα πιο δραματικά κεφάλαια της οικογενειακής της ιστορίας –ό,τι είχε να πει, το είπε. Αλλά το κόμμα της είναι αρκετά παλιό και ακόμη πολύ ταλαιπωρημένο για να μη θυμάται πόσο κακοποιήθηκε από τους έμπορους του διχασμού. Και να υποκύψει, ως «βρώμικο» και «Κουίσλινγκ», στις σειρήνες τους.