Δεν είναι και πολύ νόστιμο να φοντάρει το Αιγαίο πίσω απ’ το laptop, αλλά τελευταίες ημέρες διακοπών και δεν μου πάει να κλειστώ στο δωμάτιο με τα παντζούρια να τα τραντάζει ο βοριάς. Το νησί σιγά σιγά αδειάζει, μείνανε περισσότερο Γάλλοι. Παράξενα που αντηχούν στα ασβεστωμένα στενά του Αρτεμώνα οι ένρινες καταλήξεις, όλες στη λήγουσα, αυτά τα παχιά σίγμα, τα ρο που φλερτάρουν με το γ σαν γαργάρα. Οποτε ακούω αυτή τη γλώσσα θυμάμαι πάντα τη Μανουέλλα. Προσπαθούσε η μητέρα της να την πείσει να μάθει γαλλικά.

«- Κάποια μέρα θα θέλεις να πας στο Παρίσι να σπουδάσεις.

–Και όλοι στη Γαλλία μιλάνε γαλλικά;

–Ε, βέβαια.

–Θες να πεις ότι και οι σκουπιδιάρηδες στο Παρίσι μιλάνε γαλλικά;».

Οταν ήταν μικρούλα η Μανουέλλα, όλοι πηγαίναν να σπουδάσουν στο Παρίσι. Ηταν πολύ en vogue.

Μετά γύρω στη Μεταπολίτευση, η Ιταλία ήταν το όνειρο κάθε φοιτητή. Ειδικά το «Ο Τέλης μου σπουδάζει Αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία» ήτανε μεγάλη Historia.

Με τη Μεταπολίτευση μετακόμισε η γνώση προς Βορράν. Λονδίνο και ξερό ψωμί. Ολοι μαζί London School of Economics και άγιος ο Θεός. Very must.

Τώρα τελευταία ποια Λονδίνα, Φλωρεντίες και Παρίσια, τώρα «έξω» γενικά. Εξω κι όπου θέλει ας είναι. Ειδικά με τον κύριο (κάτι φίλοι μου τον λένε κυριούλη. Πού φτάσαμε, κανένας σεβασμός) Γιβρό-ογλού και τα καμώματα του, ο φοιτητής; Οξω από δω. Οξω και μακριά.

Αν και κάνει πολλά ο άνθρωπος για να καλοπιάσει τα παιδιά να μείνουνε στα πάτρια. Τι να μπαίνουνε όπου θένε χωρίς εξετάσεις (μετά τα μάζεψε, αλλά δύσκολο τό ‘χει να τα ξαναπλώσει;), τι να αποφασίζουνε ποιους καθηγητές θα έχουνε, τι να διαλέγουνε αυτά σε ποιες αίθουσες θα διδάσκονται και σε ποιες θα φτιάχνουν τις μολότοφ, όλα δικά τους. «Ολα δικά σας μάτια μου κι ο πόνος σας δικός μου, είδαν πολλά τα μάτια μου στις γειτονιές του κόσμου». Κι όλα αυτά όχι γιατί τον έπιασε ο πόνος. Οχι κυρία μου μητέρα. Οχι. Αλλά με την απλή λογική του «Κάν’ τους τα χατίρια τώρα που θα ψηφίσουνε απ’ τα 17, να τους πάρεις την ψήφο απ’ το στόμα, κι από σπουδές; Οι Καρανίκες νά ‘ν’ καλά ν’ αυξάνονται και να πληθύνονται. Ασ’ τα.

Τελειώνουνε κι οι διακοπές. Χάλια. Χάλια. Ευτυχώς τώρα που θα γυρίσω στην Αθήνα θα ‘χουνε ξεκουμπιστεί όλοι, θα πά’ να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα εσύ που βγάζεις τα καλύτερα παιδιά. Πάνε για την έκθεση. Ποια έκθεση; Το μόνο έκθεμα είναι ο εκάστοτε πρωθυπουργός. Αυτός μόνο εκτίθεται. Είδατε εσείς καμιά βιομηχανία, καμιά βιοτεχνία να εκθέτει τα προϊόντα της; Επεσε στην αντίληψή σας κανά τρακτέρ, καμιά μπουλντόζα, κανά μίξερ, ένα σεσουάρ έστω; Ολες οι ανταποκρίσεις από την έκθεση είναι κάτι πολιτικοί που υπόσχονται όλα αυτά που δεν πρόκειται ποτέ να εφαρμόσουν.

Οντως μεγάλη έκθεση για τον πολιτικάντη η Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτό μαζεύει κόσμο.

Και για να θυμηθούμε τον Αλεξανδρινό.

Κι (…) έτρεχαν πια στην εορτή,

κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν

(…) γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα –

μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,

τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.