Το πράγμα θα ήταν περιστασιακά αφόρητο αν δεν είχε καταντήσει μόνιμα γελοίο. Σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, σε συνέδρια, σε κείμενα που δημοσιεύονται σε εφημερίδες και σε περιοδικά –εδώ ομολογουμένως πολύ πιο σπάνια –ένας εσμός ανθρώπων (καλλιτέχνες, φιλόλογοι, πολιτικοί αναλυτές, συγγραφείς, φευ και δημοσιογράφοι), μόνον ένας στους δέκα να μην αναφερθεί πλατιά στον εαυτό του. Αν μάλιστα το θέμα της εκπομπής ή του άρθρου συμβαίνει να είναι ένας άνθρωπος, τότε έχεις την εντύπωση ότι ο τιμώμενος και κυρίως ο νεκρολογούμενος επιστήμονας ή καλλιτέχνης ήρθε στη ζωή για να συνάψει μια σχέση σχεδόν αποκλειστική με τον ομιλούντα ή τον γράφοντα. Κι αν πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητο μέγεθος, πνίγεις την αγανάκτησή σου όπως έκανε η τραγωδός Ασπασία Παπαθανασίου όταν έλεγε για τον Δημήτρη Ροντήρη, που υπήρξε δάσκαλός της και σκηνοθέτης της και τον σεβόταν και τον θαύμαζε, πως «όταν ο Ροντήρης μιλούσε –και το έκανε συχνά –για τον εαυτό του, είχες την εντύπωση πως μόνον την πατάτα δεν είχε φέρει στην Ελλάδα. Ολα τα άλλα τα είχε κάνει ο ίδιος». Ή κάτι αντίστοιχο που με πολλή χάρη επαναλάμβανε ο Δημήτρης Μυράτ –αφορούσε επίσης σε γνωστό θεατράνθρωπο –ότι «είχε περάσει όλη τη νύχτα μιλώντας σεμνά για τον εαυτό του».

Κανονικά θα έπρεπε να μας είναι πιο συμπαθές να μιλάει για τον εαυτό του ένας άνθρωπος που δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσει κάποιον άλλον να το κάνει, σε σχέση με έναν άνθρωπο που δεκάδες ή και εκατοντάδες άλλοι θα ήταν πρόθυμοι να το πράξουν, αλλά επιμένει να το κάνει ο ίδιος. Φαίνεται πως όταν ακούμε πράγματα εντυπωσιακά και ηχηρά που δεν γίνεται να διασταυρωθούν αισθανόμαστε εκ προοιμίου εξαπατημένοι, ενώ αντίθετα περιστατικά ευκόλως επαληθεύσιμα, ακόμη κι αν προφέρονται με οίηση, σχεδόν να μην μας ενοχλούν.

Είναι αδύνατον να υπολογίσει κανείς μετά τον θάνατο ειδικά του Τσαρούχη, της Βουγιουκλάκη, της Μερκούρη και του Χατζιδάκι τι έχει ειπωθεί σε σχέση με εξομολογήσεις τους σε ανθρώπους που είναι ζήτημα αν είχανε ανταλλάξει μαζί τους τίποτε περισσότερο από μια περιποιημένη «καλημέρα» και αποφαίνονται σαν να τους είχανε εμπιστευθεί τον μύχιο εαυτό τους. Κι όσον αφορά τον Τσαρούχη, την Βουγιουκλάκη και τη Μερκούρη, που ήταν άτομα εύκολα στην επικοινωνία, να διασκεδάσει κανείς, με όσα αποτελούν στην ουσία ένα συμπίλημα ακουσμάτων όπως μπορεί να το έχει αποστηθίσει κανείς και θέλει να εντυπωσιάσει ότι γνωρίζει τα πράγματα από πρώτο χέρι. Αλλά με τον Χατζιδάκι που επέλεγε με αφάνταστη αυστηρότητα ακόμη και τον άνθρωπο που θα τον έφερνε κοντά του μια περιστασιακή δοσοληψία;

Το ακόμη αηθέστερο είναι πως όσοι μιλούν με αυτή την εξ απορρήτων αποκτημένη οικειότητα συνήθως είχαν δεχτεί (σαν ένα είδος facebook του παρελθόντος) την πρόταση για φιλία και συνεργασία από τους καλλιτέχνες που αναφέραμε, αλλά κανείς δεν είχε συναινέσει γιατί «είχε διακριβώσει προθέσεις εκμετάλλευσής του». Προτίμησαν δηλαδή να παραμείνουν στα αζήτητα παρά να συνεργαστούν με καλλιτέχνες που «εκτιμούσαν αλλά είχανε επιφυλάξεις για τον χαρακτήρα τους»!