Το ημερολόγιο γράφει 19 Αυγούστου αλλά μόλις προχθές ένας νεοαφιχθείς στην παρέα των διακοπών την ώρα που τσουγκρίζαμε τα ποτήρια με τα ακατάληπτα κοκτέιλ των νησιώτικων μπαρ ευχήθηκε «Καλό καλοκαίρι». Υπέθεσα εκ παραδρομής, αλλά η πρόποσή του έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής που έκανε κρεσέντο με θερμό χειροκρότημα ως υψηλό δείγμα αισιόδοξου φρονήματος. Και έμεινα εγώ με το ποτήρι στον αέρα και ένα δειλό, μετέωρο «Καλό χειμώνα» που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη διαδρομή του από τα χείλη μου στο τραπέζι. Πάλι καλά. Γλίτωσα το γιουχάρισμα. Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να έχω άγνοια κινδύνου. Οφειλα να έχω πονηρευτεί από τα σεργιάνια μου στα social media, εκεί όπου το «Καλός χειμώνας» θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως και τιμωρείται με την εσχάτη των ιντερνετικών ποινών, το μπλοκάρισμα. Δεν πά’ να μεγάλωσαν οι σκιές, να μίκρυνε η μέρα. Τι κι αν σήμερα θα βραδιάσει την ώρα περίπου που βράδιαζε λίγες μέρες μετά το Πάσχα. Εμείς θα εξακολουθούμε να τραβάμε το καλοκαίρι, να προσπαθούμε να το ξεχειλώσουμε όπως εκείνο το παντελόνι που δεν μας μπαίνει εδώ και δεκαπέντε χρόνια αλλά που κάθε σεζόν υποσχόμαστε στον εαυτό μας: «φέτος θα το βάλω».

Ηταν –άντε, είναι, για να μην πάρω την τελευταία μπουκιά από το στόμα –φτενό αυτό το καλοκαίρι. Λίγο. Οχι σε διάρκεια, αυτή ό,τι και να κάνουμε είναι δεδομένη. Σε διάθεση. Ακόμη και στον καλοκαιρινό ψυχαναγκασμό του Διαδικτύου σαν να μου φαίνεται ότι είδα φέτος λιγότερες ακρογιαλιές, δειλινά, λιγότερα ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις, λιγότερα ποδοδάχτυλα με φόντο το απέραντο γαλάζιο, λιγότερα θαλασσινά μπαράκια, μπίρες και καλαμαράκια. Από την άλλη, περίσσεψε μια γκρίνια ολούθε για τους λουόμενους της διπλανής ξαπλώστρας, για την ξαπλώστρα την ίδια, την τιμή του φρέντο, την ποιότητα της μαρίδας, την ποσότητα της χωριάτικης, το στρινγκ της μάνας, το ροζ φλαμίνγκο, τον ασπρόμαυρο μονόκερο. Ενας κόσμος στα κάγκελα που τον ενοχλούν τα πάντα γιατί είναι η ενοχλητική η καθημερινότητά του, αυτή που φοράει σφιχτά, κατάσαρκα, χωρίς τελικά να κατορθώνει να την κρύψει κάτω από τα χαλαρά, καλοκαιρινά ρούχα. Ενας κόσμος που μετράει τα ψιλά του και παριστάνει τον αδέκαστο επιθεωρητή Μπάρα. Μαζί όμως πάνε αυτά τα δύο, φυσική άμυνα είναι.

Κι έτσι ξαφνικά, χειμωνιάτικοι κατά βάθος, φτάσαμε στην τελευταία πράξη αυτού του καλοκαιριού. Ενός καλοκαιριού που άρχισε με σωρούς σκουπιδιών, συνεχίστηκε με θαυματουργά κάστανα, κορυφώθηκε με κληρωμένους σημαιοφόρους και τη δαιμονοποίηση της αριστείας και λαμπάδιασε, λίγο πριν το τέλος του, με πύρινα μέτωπα και μια κακιωμένη κυβέρνηση που, με επιθετικότητα συμπλεγματικού εφήβου, ανακαλύπτει τις διαφορές ανάμεσα σε «δεξιές» και «αριστερές» πυρκαγιές. Οι άσχημες ιδεοληψίες άσχημα καίγονται.

Αυτό το καλοκαίρι προσπαθούμε να ξεχειλώσουμε. Ή έστω την ψευδαίσθησή του. Οπως στο σχολείο σέρναμε τα πόδια μας επιστρέφοντας στις τάξεις από το διάλειμμα καθυστερώντας όσο γίνεται τη λήξη του. Και άντε τώρα εγώ να προτείνω για αποκούμπι την αγαπημένη μου φράση από τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ ότι, δηλαδή, οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν νοιάζονται για το αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι. Πού είναι όμως η ευτυχία στην Ελλάδα του 2017; Αυτήν μόνο ο Πρωθυπουργός τη βλέπει, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας και το ιδεολογικό του σόι φαίνεται ότι ζουν σε μιαν άλλη χώρα όπου τραγουδάνε αντάρτικα στις πισίνες της κυβερνητικής αυταρέσκειας. Μιας ευτυχίας έτσι όπως την φαντάστηκαν ώστε να τους βολεύει. Ας κρατήσουμε ζωντανά τα ψήγματα της δικής μας, έτσι όπως την ξέρουμε, ώστε να τους ξεβολεύει. Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού, λοιπόν.