Το modus vivendi του Ντιέγκο Μαραντόνα χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από συνειδησιακή ευκαμψία. Μπορούσε, για παράδειγμα, με την ίδια ευκολία να παρουσιάζεται φιλάργυρος και ταυτόχρονα φιλεύσπλαχνος. Να είναι και καπιταλιστής και επαναστάτης.

Το άλλοτε χρυσό παιδί του αργεντίνικου ποδοσφαίρου είναι λάτρης της ευκολίας. Από μικρός απέφευγε τα δύσβατα μονοπάτια και έφτανε στην πηγή αβρόχοις ποσί. Το θεόσταλτο ταλέντο στα πόδια τού επέτρεπε να ζωγραφίζει στα πράσινα χαλιά ωσάν άλλος Αντόνιο Μπέρνι, εμπνεόμενος όπως ο συμπατριώτης του ζωγράφος από την οικογενειακή παράγκα και την πείνα.

Ο Μαραντόνα ήταν θεράπων ιατρός των απανταχού φίλων του καλού ποδοσφαίρου, ένας σύγχρονος Παιήων.

Η κομπορρημοσύνη του φαίνεται πως εξόργισε τους Θεούς, που τον τιμώρησαν να χάσει την ευτυχία του μέσα σε σύννεφα από άσπρες σκόνες.

Ο άνθρωπος της ευκολίας, που έζησε στην απόλυτη χλιδή στους πρόποδες του Βεζούβιου, που λατρεύτηκε από έναν ολόκληρο λαό γιατί τους χάρισε ένα χρυσό αγαλματίδιο ύψους 36 εκατοστών, γιατί τίμησε τους νεκρούς συμπατριώτες του στα Φόκλαντ με το ωραιότερο γκολ στην Ιστορία του Μουντιάλ, επέδειξε ακόμα μία φορά συνειδησιακή ευκαμψία όταν οι Αμερικανοί δεν δέχτηκαν να τον βοηθήσουν να «ξεσκονιστεί». Το έκανε όμως ο Φιντέλ Κάστρο. Οπως ο Τσάβες και ο Μαδούρο. Κι αυτός φροντίζει να το υπενθυμίζει, πάντα με γεμάτες τσέπες. Τουλάχιστον, δεν είναι αχάριστος.