Να γράψω κάτι θερινό; Μη πολιτικό; Ετσι, για ανάπαυση; Να γράψω. Κάτι για το γλωσσικό κυρίως ενδιαφέρον εκείνου του τραγουδιού, της «Υπόγας», που γραμμοφώνησε, περί το 1930, ο Κωνσταντίνος Μπέζος (ή, Α. Κωστής, 1905-1943), συνθέτης, σκιτσογράφος και αρθρογράφος στην «Πρωία», συνάδελφος του Κώστα Βάρναλη και συνεργάτης του Αττίκ. Λέει το άσμα:

Ρε, ν’ από πί- ρε, ν’ από πίσω απ’ τη στρατώνα

Βαρέσαν μά- βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει ένας μπά- μπαίνει ένας μπάτσος με το κούφιο

Και ρίχνει μού- και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Οπου το «κούφιο» είναι το πιστόλι, λόγω προφανώς του κενού της τρύπας στην κάννη, σε αντίθεση με το μαχαίρι, που οι μάγκες το έλεγαν «η αθόρυβη», κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με το πιστόλι, δεν κάνει θόρυβο. «Ξεβράκωσε μιαν αθόρυβη», έλεγαν, ή «μια κάμα». Ισον: τράβηξε μαχαίρι ή στιλέτο.

Τα «μούσμουλα» που ρίχνει ο μπάτσος του τραγουδιού, είναι οι σφαίρες απ’ το «κούφιο», που τις έριξε, λέει στο ρούφο. Δηλαδή στο roof, στην οροφή, στο ταβάνι. Roof (οροφή), εντελώς ομόηχη, άρα ελληνική λέξη. Αρα, ρούφο.

Καθόμουν μοναχός στο μπαρ μεσημεριάτικα και συλλογιζόμουν με εμμονή αλυσοπρίονου αυτό το άσμα, τους στίχους –είχα τόσο μερακλωθεί, που παράγγειλα βότκα αντί για καφέ. Προηγουμένως, κάνοντας βόλτα, σήμερα, Σάββατο μεσημέρι, στην Πλατεία Αριστοτέλους, άκουσα αυτό το παλιό ρεμπέτικο τραγούδι να το παίζει ένας πλανόδιος μουσικός με ηλεκτρική κιθάρα. Σταμάτησα, τον πλησίασα και έμεινα μαγεμένος να τον ακούω. Το έπαιζε με μοναδικό τρόπο –και τότε, για πρώτη φορά, ενώ το έχω ακούσει δεκάδες φορές στο παρελθόν (το παίζουν και το τραγουδάνε έξοχα ο Γιώργος Κατσαρός –κάποτε –και τώρα ο Δημήτρης Μυστακίδης), κατάλαβα πού βρίσκεται η κυρίως μαγεία του: στη γλώσσα. Στη χρήση των λέξεων. Αν έλεγε «τράβηξε ο μπάτσος πιστόλι και πυροβόλησε στο ταβάνι» δεν θα μου προκαλούσε τίποτε. Αλλά, «τράβηξε το κούφιο κι έριξε μούσμουλα στο ρούφο», είναι μια άλλη ιστορία. Το μετατρέπει σε κινούμενα σκίτσα, αθωώνει εντελώς την πράξη, απενοχοποιεί τη λέξη «μπάτσος» και οι σφαίρες παύουν να είναι φονικές, γίνονται απλά μούσμουλα. Το κάνει λογοτεχνία.

Αλλά η πονηρία του αρχίζει πιο πριν –λέει: Ρε, από πίσω απ’ τη στρατώνα, βαρέσαν μάγκα στην υπόγα. Οπου στρατώνα, πιθανώς είναι οι θρυλικές φυλακές, η Παλιά Στρατώνα, οι οποίες εδώ φωτίζουν πλάγια και σκοτεινά, με τη συσσωρευμένη παρανομία τους, όχι το υπόγειο αλλά την υπόγα (διότι άλλο «υπόγειο» κι άλλο «υπόγα») επιτείνοντας την υποβολή του χώρου.

Ρε, από πί- ρε, από πίσω απ’ τη στρατώνα

Βαρέσαν μά- βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει ένας μπά- μπαίνει ένας μπάτσος με το κούφιο

Και ρίχνει μού- και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Κατ’ αρχάς τα λόγια είναι αποσπασματικά και τα νοήματα και οι σκηνές βαδίζουν με άλματα. Φαίνεται στους προηγούμενους τέσσερις στίχους, αλλά δες πού πάει μετά, κάνοντας γκρο, με κινηματογραφικό τρόπο:

Και κατρακύ- και κατρακύλησε το φέσι

Μας σβήνει ο να- μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση

Και τον ανά- και τον ανάβει η Κυριακούλα

Που έχει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα

Κάποιο μούσμουλο θα χτύπησε το φέσι –άρα είμαστε ακόμα στην Τουρκοκρατία, ή λίγο μετά θα σκεφτόταν, λογικά, κάποιος. Κι όμως εδώ «φέσι» είναι το μικρό καπάκι σε σχήμα φεσιού που έκλεινε από πάνω τον ναργιλέ, το οποίο κατρακύλησε και το εργαλείο έσβησε; Ή, το δεύτερο μούσμουλο πήρε την καύτρα, όπως στα γουέστερν; Μπορεί –όλα είναι πιθανά. Αλλά εδώ φαίνεται, αίφνης, να υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα στην υπόγα, και κατ’ αρχάς η Κυριακούλα, η οποία ίσως μπαίνει εκείνη τη στιγμή, μάλλον κάνει κουμάντο στην υπόγα, στον τεκέ, και προφανώς δεν φοβάται τον μπάτσο, αφού ανάβει πάλι τον ναργιλέ. Τακτοποιεί την κατάσταση –είναι αυτή που έχει τα φράγκα, τα τάλιρα στη ζούλα, και τις τσιγαριές. Πώς τακτοποιεί την κατάσταση; Δεν ξέρουμε –πάντως ο μπάτσος παύει να είναι απειλή. Τη σέβεται; Τον λαδώνει; Του λέει κάτι; Δεν έχει σημασία.

Παράγγειλα δεύτερη βότκα. Εριξα μέσα πάγο και νερό και την κοίταζα, ενώ βυθιζόμουν ακόμα πιο πολύ στους στίχους. Αναψα τσιγάρο. Σκέφτηκα πως η Κυριακούλα μπορεί να είναι αυθαίρετη, τιμητική αναφορά στη θρυλική Κυριακούλα, που πήγε τέλη 19ου – αρχές του 20ού αιώνα στην Νέα Υόρκη, τραγούδησε πολλά ρεμπέτικα και δημοτικά και ίδρυσε εκεί την πρώτη ελληνική δισκογραφική εταιρεία και, μετά το 1929, μια δεύτερη. Μπορεί όμως να είναι και μια άλλη, οποιαδήποτε Κυριακούλα, παρότι η αναφορά μάλλον είναι σε εκείνην, την πρώτη, τη μυθική.

Ξαφνικά, λοιπόν, τώρα οι στίχοι, οι τέσσερις τελευταίοι, πάλι με άλμα, γίνονται προσφώνηση, που δείχνει ότι ήδη υπήρχαν κι άλλα πρόσωπα στον τεκέ:

Γεια σου ρε, Μή- γεια σου ρε, Μήτσο στραβοκάνη

Που ‘σαι μαστού- που ‘σαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι

Γεια σου ρε, Γεια- γεια σου ρε, Γιάννη μπαγαπόντη

Που ‘χεις τον ψύλλο σφηνωμένο μες στο δόντι

Ο Μήτσος ο στραβοκάνης ρουφάει ναργιλέ και είναι πελάτης και μαστούρης, ή την έχει ακούσει φορολογώντας τους αιωρούμενους καπνούς –άρα πιθανώς είναι αυτός που σερβίρει το μαύρο, βάζει το τουμπεκί και τ’ ανάβει; Το λεγόμενο τσιμπούκ-ογλάν; Μάλλον το δεύτερο. Αμ’ ο άλλος, ο Γιάννης ο μπαγαπόντης, με τον ψύλλο μες στο δόντι; Κι αν δεν είσαι ψυλλιασμένος, νομίζεις ότι ο ψύλλος είναι ο γνωστός ψύλλος, το έντομο. Και τι δουλειά θα είχε, τότε, μέσα στο δόντι; Εχει όμως δουλειά, διότι στην τοτινή γλώσσα του τεκέ «ψύλλος» είναι η τσίκα, το γεμιστό τσιγάρο με χασίς. Και ο Γιάννης το κρατάει ανάμεσα στα δόντια.

Εκανα νόημα στην γκαρσόνα να έρθει να παραγγείλω έναν καφέ για να συνέλθω. Είναι καινούργια στο μαγαζί, εδώ, στο μπαρ Eden όπου συχνάζω, γύρω στα είκοσι, μελαχρινή και πανέμορφη. Τη βλέπω πρώτη φορά. Εγώ είμαι ήδη ζαλισμένος, άρα πιο τολμηρός και φτάνοντας κοντά τη ρωτώ πώς τη λένε για να ξέρω, δήθεν, πώς να τη φωνάζω.

–Κυριακούλα, μου απαντάει.