Από μωρό τραβολογιέμαι, λόγω καταγωγής, στα ακτοπλοϊκά των Κυκλάδων. Από τότε που τα πλοία έκαναν έξι ώρες για Σύρο, οκτώ για Πάρο και σχεδόν είκοσι για Σαντορίνη. Που δεν ήταν αυτονόητο ότι ήταν όλα οχηματαγωγά. Από τότε που στη Μύκονο δεν έπιαναν λιμάνι –γιατί δεν υπήρχε λιμάνι –και από μια τόση δα στενή σκαλίτσα που τραμπαλιζόταν από τον αέρα, κατεβαίναμε στις βάρκες που θα μας έβγαζαν στη στεριά, βρεγμένους από το πιτσίλισμα των κυμάτων. Από τότε που τα πλοία δεν είχαν κλιματισμό αλλά είχαν καραβίσιο καφέ, ένα καφετί λασπώδες υγρό που ούτε με ελληνικό έμοιαζε ούτε στιγμιαίος φαινόταν(απορία ζωής θα μου μείνει τι ήταν τελικά αυτό το πράγμα).

Τραβολογιέμαι στα ακτοπλοϊκά από τότε που τα νησιώτικα χωριά είχαν, ανά δύο ή τρία, έναν ιδιωτικό, ας πούμε, ταχυδρόμο που μετέφερε γράμματα και καλούδια από και προς τους «μετανάστες» της Αθήνας (τον δικό μας, τον Παριανό, τον έλεγαν Φιντή και ποτέ δεν έμαθα αν ήταν όνομα, επίθετο ή παρατσούκλι). Που, ανάμεσα στις αποσκευές, υπήρχαν και αρκετά καλάθια με ένα λευκό καραβόπανο από πάνω, τεντωμένο και ραμμένο με χοντρές βελονιές στο χείλος τους. Από τότε που τα μεγάφωνα του πλοίου μετέδιδαν, εκτός από οδηγίες για το πώς φοριούνται τα σωσίβια, και πιο προσωπικά μηνύματα όπως: «Παρακαλείται η κυρία τάδε και ο γιος της να μη φάνε τα σάντουιτς που πήραν μαζί τους διότι ο σύζυγός της ειδοποίησε πως το βούτυρο ήταν ταγκισμένο». Ταξιδεύω με τα ακτοπλοϊκά από τότε που η Ελλάδα ήταν μια γραφική, βαλκανική χώρα, μια χώρα με χούντα, μια χώρα στην έξαρση της μεταπολίτευσης, στην άνοδο των μικρομεσαίων, στην προσμονή του ευρωπαϊκού της μέλλοντος, μια χώρα που πλούτισε, που εξόκειλε, που πτώχευσε.

Μέσα σε ένα πλοίο γράφω κι αυτό το κείμενο και, κοιτώντας τους συνταξιδιώτες γύρω μου, από μόνοι τους έρχονται στο μυαλό μου οι στίχοι του Ρασούλη «Ολα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν». Αλλαξαν τα πλοία, άλλαξαν τα ρούχα των ανθρώπων, άλλαξαν οι αποσκευές τους (θυμάμαι, από τα βάθη των δεκαετιών, με τι καμάρι έσερνα τις πρώτες βαλίτσες με ροδάκια, αλλά κι εκείνους τους πολύ μοντέρνους, για την εποχή, καρό σάκους ώμου που κρατούσαν οι «γιεγιέδες»). Δεν άλλαξε όμως η τυπολογία των ταξιδιωτών. Με μια ματιά ξεχωρίζεις, για παράδειγμα, τους μόνιμους κατοίκους που επιστρέφουν στο νησί από τους επισκέπτες. Κυρίως από το βλέμμα. Εγκαρτέρησης των μεν, αδημονίας των δε. Πάντα οι αλλοδαποί θα διαφέρουν και όχι πλέον από τα ρούχα αλλά από το βιβλίο που κρατάνε, αν και τώρα που η παλέτα των εθνικοτήτων έχει ανοίξει, σπάνια έχω δει βιβλίο με τίτλο στα ρωσικά. Πάντα θα υπάρχουν οι μοναχικοί ταξιδιώτες. Οι καθυστερημένοι που στην προκυμαία τούς περιμένει το τσούρμο των φίλων τους και οι άλλοι που δεν τους περιμένει κανείς και, σαν ήρωες μυθιστορήματος, απομακρύνονται με τη χειραποσκευή τους. Οι κοινωνικοί που προσπαθούν να πιάσουν κουβέντα με τους γύρω και οι αμίλητοι που δεν κάνουν απολύτως τίποτα, μόνο ρωτάνε κάθε τόσο τους καμαρότους τι ώρα φτάνουμε. Τα παιδιά πάντα θα κάνουν φασαρία και, ύστερα από προσωπική στατιστική, περισσότερη τα παιδιά της πρώτης θέσης από τα παιδιά στο κατάστρωμα. Πάντα θα γίνονται αψιμαχίες για μια θέση. Και πάντα, ανάμεσα στις αποσκευές, θα υπάρχει τουλάχιστον μία κιθάρα. Πάντα οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν τα καλοκαίρια με τα ακτοπλοϊκά και πάντα θα επενδύουν –παλαιότερα σε έναν μήνα, μετά σε ένα δεκαπενθήμερο, πλέον σε μια εβδομάδα ή ακόμη και σε ένα Σαββατοκύριακο –την προσδοκία για την εκτόνωση ενός χρόνου. Καλά σας ταξίδια.