Διαβάζοντας την περασμένη Πέμπτη στα «ΝΕΑ» για την πολύ ωραία πρωτοβουλία του Ιδρύματος Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη να οργανώσει τον προσεχή Νοέμβριο μια έκθεση για τον Γιώργο Σεφέρη, με προσωπογραφίες του και έργα ζωγραφικής εμπνευσμένα από το έργο του καθώς και για τη σχέση του με τον Γιάννη Τσαρούχη, θυμηθήκαμε ένα περιστατικό, όπως μας το είχε αφηγηθεί η Μαρώ Σεφέρη, ενώ οργανωνόταν την άνοιξη του ’86 το αφιέρωμα του περιοδικού «Η Λέξη» στον δημιουργό της «Κίχλης». Ηταν τα χρόνια που ο Σεφέρης υπηρετούσε ως πρεσβευτής στο Λονδίνο και με μια αγγελία στις βρετανικές εφημερίδες ζητούσε έναν μπάτλερ για την πρεσβευτική κατοικία. «Παρουσιάστηκε ο Τσαρούχης, αν και φίλος μας», ολοκλήρωσε η Μαρώ Σεφέρη, «διεκδικώντας τη θέση αυτή κι όταν κατάλαβα ότι ο Γιώργος είχε αρχίσει να το σκέφτεται και να το συζητάει σοβαρά, του είπα: «Θα τρελάθηκες βέβαια. Τον Τσαρούχη ως μπάτλερ; Αντί να μας υπηρετεί, θα τον υπηρετούμε»».

Πρόκειται για ένα περιστατικό που σε αφήνει άφωνο, όμως τίποτα δεν θα θεωρούσε κανείς ως πιο αναμενόμενο αν γνώριζε, έστω και ελάχιστα, τον δημιουργό των «Τεσσάρων εποχών», αφού έδειχνε ανά πάσα στιγμή ότι μπορούσε ν’ ακολουθήσει ένα ενδεχόμενο που αιφνιδιαστικά του παρουσιαζόταν, χώρια που διέθετε –όπως το αποδεικνύει η σοβαρή διεκδίκηση της θέσης του μπάτλερ –μια υψηλότατη αίσθηση του χιούμορ. Παρατηρώντας όμως το αποτέλεσμα της δουλειάς του, δηλαδή τους ίδιους τους πίνακές του, αντιλαμβάνεσαι πώς η ευταξία υπήρχε μέσα του ως πεμπτουσία ζωής κι όχι ως τακτοποίηση πραγμάτων γύρω του.

Γεγονός που τον έκανε να αισθάνεται ότι θα μπορούσε να συνδυάσει τις υπηρεσίες του μπάτλερ με τη ζωγραφική, χώρια που έλυνε το βιοποριστικό του πρόβλημα, βραχνάς για πολλές δεκαετίες. Σε αντίθεση με τον Σεφέρη με τα καταχωρισμένα σε φακέλους κείμενα, αλλού τα δημοσιευμένα, αλλού τα αδημοσίευτα, με σημειωμένα σχολαστικά το έντυπο και την ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης, στον Τσαρούχη δεν υπήρχε τίποτα. Ο,τι διασώθηκε, διασώθηκε από μόνο του ή γιατί κάποιος φίλος ή άγνωστος το φρόντισε. Οταν αρχίσαμε τη συγκέντρωση των κειμένων του σε τόμους, μας είχε υποσχεθεί μια βαλίτσα γεμάτη με αποκόμματα, κι όταν την ανοίξαμε, το μόνο που υπήρχε μέσα ήταν ένα παμπάλαιο τεύχος της «Επιθεώρησης Τέχνης» χωρίς καν δικό του κείμενο!