Το «Economist» είχε δίκιο όταν έγραψε πρόσφατα ότι τα πλεονάσματα της Γερμανίας είναι πολύ υψηλά. Αλλά γιατί είναι τόσο υψηλά; Κάποιοι λένε ότι η Γερμανία έχει υψηλό όγκο εξαγωγών επειδή η βιομηχανία της παράγει προϊόντα υψηλής ποιότητας, ενώ άλλοι σημειώνουν ότι ο όγκος των εισαγωγών της είναι μικρός επειδή οι μισθοί της είναι πολύ χαμηλοί. Αλλοι πάλι επισημαίνουν ότι η Γερμανία αποταμιεύει περισσότερο απ’ όσο επενδύει κι ότι αυτή η τάση θα πρέπει να αναστραφεί για να αποκατασταθεί η ισορροπία.

Ο λόγος είναι ότι στο γερμανικό πλεόνασμα καθρεφτίζεται το έλλειμμα άλλων χωρών, μεταξύ των οποίων και των Ηνωμένων Πολιτειών, χώρας που κατέχει το ένα τρίτο από την πίτα του παγκόσμιου ελλείμματος. Η λύση επομένως θα ήταν για τις χώρες με ελλείμματα να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, να μειώσουν το μισθολογικό κόστος και να αποταμιεύουν περισσότερο επενδύοντας λιγότερο.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τις καταχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Παρά το γεγονός ότι κατάφεραν να ισορροπήσουν τα ισοζύγιά τους χάρη και στα χαμηλότερα επιτόκια του εξωτερικού τους χρέους, υποχρεώνονται σε υψηλά πλεονάσματα για την αποπληρωμή του χρέους τους. Αλλά έτσι δεν θα πάμε και πολύ μακριά. Για να καταλήξουμε στις κατάλληλες ρυθμίσεις, θα πρέπει πρώτα να καταλάβουμε γιατί ρέει σε τέτοιο βαθμό το κεφάλαιο από τη Γερμανία στον υπόλοιπο κόσμο.

Κατά τη γνώμη μου, το υπερβολικά υψηλό χρέος και η δημοσιονομική ασωτία των ΗΠΑ είναι η βασική πηγή του προβλήματος. Οι ΗΠΑ μπόρεσαν να ζήσουν πάνω από τις δυνάμεις του επειδή το δολάριο είναι η βασική μονάδα των νομισματικών αποθεμάτων. Με αυτόν τον τρόπο όμως δημιουργήθηκε μια οικονομία που βασίζεται στο λιανικό εμπόριο, ενώ αποδυναμώθηκε η βιομηχανία.

Ενα άλλο πρόβλημα σχετίζεται με την ευρωζώνη. Η εισαγωγή του ευρώ βελτίωσε θεαματικά την πιστοληπτική ικανότητα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου καθώς έμοιαζε απίθανο κάποιες από τις χώρες του ευρώ να χρεοκοπήσουν. Στο κάτω κάτω μπορούσαν να τυπώσουν νόμισμα, πρακτική που οι άλλες χώρες αποδέχονταν. Το αποτέλεσμα αυτού του τεχνητού συναισθήματος ασφάλειας ήταν ότι έως το 2008 έρρευσε άφθονο κεφάλαιο στη Νότια Ευρώπη δημιουργώντας πιστωτικές φούσκες που κατέστρεψαν την ανταγωνιστικότητά της.

Οταν εκδηλώθηκε η οικονομική κρίση, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης επωφελήθηκαν του δικαιώματός τους να τυπώσουν χρήμα, στην ουσία δηλαδή να δανειστούν από το σύστημα του ευρώ ό,τι δεν μπορούσαν να δανειστούν από τις αγορές. Αυτό το χρήμα χρησιμοποίησαν για να εξοφλούν τα παλιά τους χρέη και να αγοράζουν αγαθά, αλλά και για άλλες οικονομικές δραστηριότητες.

Το πλεόνασμα της Γερμανίας πρέπει να μειωθεί. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει εάν ο ευρωπαϊκός Νότος και οι ΗΠΑ δεν επιστρέψουν σε μια πολιτική συνετής διαχείρισης του χρέους τους ώστε να μειωθούν οι εισαγωγές τους από τη Γερμανία. Η λογική επιτάσσει ότι η Γερμανία δεν μπορεί να μειώσει το πλεόνασμά της και συγχρόνως να δανείζει φτηνά στις άλλες χώρες. Πολλά θα είχαμε να κερδίσουμε εάν καταλαβαίναμε αυτή τη βασική πραγματικότητα.

Ο Χανς Βέρνερ Ζιν είναι γερμανός οικονομολόγος, επικεφαλής του διεθνούς ινστιτούτου IFO