Κάπως έτσι μπορεί να εξελιχθεί το σκηνικό των επόμενων μηνών, το οποίο βεβαίως θα είναι πολιτικά απρόβλεπτο, όσο ρευστό είναι και στο μέτωπο της οικονομίας.

Υπό την πίεση των δανειστών και ενόψει της τρίτης αξιολόγησης του φθινοπώρου για θέματα που χτυπούν στο στομάχι τον ΣΥΡΙΖΑ –όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, ο υπολογισμός της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις που θα περικοπεί, αλλά και η αξιολόγηση στο Δημόσιο –η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα αναζητά σανίδα σωτηρίας στις αγορές.

Την ίδια ώρα οι δανειστές, με πρωταγωνιστές τη Γερμανία και το ΔΝΤ, θα απαιτούν από την ίδια να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις της χωρίς καθυστερήσεις και εκπτώσεις. Για να ανοίξει, ως αντάλλαγμα, η συζήτηση για τα μέτρα διευθέτησης του χρέους. Αλλωστε και το Μνημόνιο που υπέγραψε η κυβέρνηση με το ΔΝΤ όχι μόνο είναι ελαφρύτερο από μέτρα και μεταρρυθμίσεις από το αντίστοιχο Μνημόνιο με την Ευρώπη, αλλά επιφυλάσσει ακόμη πιο επώδυνες εκπλήξεις. Οι περισσότερες από τις πολιτικές που περιέχονται σ’ αυτό θα πρέπει να έχουν δρομολογηθεί όταν θα γίνει η πρώτη μεγάλη αξιολόγηση της υλοποίησής τους από το ΔΝΤ την άνοιξη του 2018. Τότε που αναμένεται να τεθεί στο τραπέζι και η μείωση του αφορολόγητου ποσού από το 2019, έναν χρόνο νωρίτερα, σύμφωνα με τις νέες απαιτήσεις του Ταμείου.

Είναι άγνωστο, προς το παρόν, αν, πότε και υπό ποιους όρους θα δεχθεί η Γερμανία να ανοίξει τη συζήτηση για το χρέος. Και πολύ περισσότερο δεν είναι δεδομένο ότι ώς το τέλος του προγράμματος –τον Αύγουστο του 2018 –η Ελλάδα θα έχει καταφέρει να αποκαταστήσει μια σταθερή και προπαντός βιώσιμη –σε όρους κόστους –σχέση με τις αγορές.

Αντ’ αυτού, όλες οι αναλύσεις σήμερα συγκλίνουν στο εξής συμπέρασμα: Η Ελλάδα δεν θα αποφύγει ένα νέο Μνημόνιο. Αξιόπιστοι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές αλλά και μεγάλοι ξένοι χρηματοοικονομικοί οίκοι προβλέπουν ότι ακόμη και αν η χώρα μας δοκιμάσει, κάποιες φορές, την τύχη της στις αγορές, αυτό θα γίνει με όρους που δεν θα δημιουργούν ασφάλεια για το μέλλον.

Η αλήθεια είναι ότι οι ξένοι επενδυτές εξακολουθούν να θεωρούν επισφαλείς τις τοποθετήσεις των χρημάτων τους στην Ελλάδα. Δανείζουν ακριβά για να καλύψουν το ρίσκο που αναλαμβάνουν σε μια χώρα με αβέβαιες προοπτικές. Δεν πιστεύουν ότι τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα εμφανίσει ρυθμούς ανάπτυξης τέτοιους που να εγγυώνται ότι θα πάρουν όλα τα λεφτά τους πίσω. Γι’ αυτό και δανείζουν ακριβά για βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο διάστημα (έως και πενταετία) και με απογορευτικά επιτόκια για μακροπρόθεσμο διάστημα (10ετίας). Δεν τους ενοχλεί αν η Ελλάδα καθυστέρησε στο ένα ή στο άλλο μέτρο του Μνημονίου, ούτε ακόμη αν πέτυχε λιγότερο ή υψηλότερο πλεόνασμα. Τους φοβίζει ότι δεν βλέπουν σταθερή και ισχυρή ανάπτυξη μπροστά τους. Αλλωστε, γνωρίζουν καλά ότι για να είναι υγιή και στέρεα τα πρωτογενή πλεονάσματα, από τα οποία περιμένουν να αποπληρωθούν, πρέπει να πηγάζουν μόνο από την ανάπτυξη.

Ομως, αυτό που γνωρίζουν καλά οι ξένοι επενδυτές δεν έχει γίνει ακόμη «ευαγγέλιο» για τη χώρα μας.