Αρκεί να σ’ έχει συνεπάρει, κάποτε, το «Hurricane», αυτό το μακρύ ζεϊμπέκικο του Μπομπ Ντίλαν για τον Ρούμπιν Κάρτερ. Ή να έχεις δει την ομώνυμη ταινία, για τη ζωή στη φυλακή εκείνου που «κάποτε ίσως γινόταν παγκόσμιος πρωταθλητής». Ή να σ’ έχει συγκινήσει ο καταπληκτικός Πολ Ποστλγουέιτ στον ρόλο του Τζουζέπε Κόνλον, του αθώου που πέθανε στη φυλακή για μια βόμβα του IRA, με την οποία δεν είχε καμία σχέση, στην ταινία «Εις το όνομα του πατρός» του Σέρινταν. Η πλανητική ποπ κουλτούρα είναι γεμάτη ιστορίες σαν αυτές, αληθινές ιστορίες. Κι έτσι όλοι ξέρουμε πως, ναι, η Δικαιοσύνη μπορεί, κάποτε, να είναι άδικη, προκατειλημμένη, μεροληπτική. Πως οι αποφάσεις της μπορεί, κάποτε, να είναι λανθασμένες. Πως η μοίρα ενός αθώου στη φυλακή μπορεί να συγκινεί και να κινητοποιεί. Και πως η κινητοποίηση αυτή μπορεί, καμιά φορά, να οδηγεί στην απόδοση της δικαιοσύνης.

Με όλο αυτό το συμβολικό φορτίο εγγεγραμμένο στη συνείδησή μας, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η υπόθεση της Ηριάννας, μιας νέας γυναίκας που απειλείται με 13 χρόνια στη φυλακή για κάτι που η ίδια αρνείται ότι έχει κάνει, συγκίνησε τόσο πολύ. Κι ας έχουμε ελάχιστη ή μηδενική γνώση μιας δικογραφίας που, πάντως, από απόσταση μοιάζει προβληματική. Ακόμη ευκολότερο να καταλάβει κανείς γιατί τόσο πολλοί βρήκαν υπερβολικά αυστηρή την κρίση του δικαστηρίου που απέρριψε το αίτημά της να περιμένει εκτός φυλακής τη δίκη της στο Εφετείο. Κι ας αγνοούμε το σκεπτικό.

Αδικο –είπαν μέσα τους οι περισσότεροι, φαντάζομαι, όταν άκουσαν την απόφαση. Αδικο –αλλά μήπως και το άδικο (αν είναι, πράγματι, άδικη η απόφαση του δικαστηρίου) μπορεί να βρει κάπου το δίκιο του;

Το ερώτημα είναι: Ποια είναι η εναλλακτική λύση απέναντι σε μια Δικαιοσύνη, με θεσμικά κατοχυρωμένη την ανεξαρτησία της (ιδίως αν ξέρουμε, ή μάλλον επειδή ξέρουμε, ότι αυτή η ανεξαρτησία διαχρονικά υπονομεύεται και πάλι τώρα αμφισβητείται), που δικάζει δεσμευμένη μόνον από τους δικούς της κανόνες και τους νόμους, κι ας κάνει λάθος, κι ας αδικεί; Αν η εναλλακτική είναι η δυστοπία μιας δημοκρατίας της συγκίνησης, όπου απονέμεται μια δικαιοσύνη του «αλάθητου συναισθήματος», όπου η δικανική κρίση σχηματίζεται εν θερμώ, διά της βοής του πλήθους, όπου η δίκη διεξάγεται στα social media –μετράμε ακολούθους στο #ένοχος και λιντσάρουμε, μετράμε ακολούθους στο #αθώος και αποθεώνουμε -, τότε ναι. Εχει και το άδικο το δίκιο του.

Γιατί αν στ’ αλήθεια νοιάζεσαι για το δικαίωμα ενός αθώου να βρει το δίκιο του ή έστω το δικαίωμα να το διεκδικήσει, να υπερασπιστεί την αθωότητά του σε μια δίκαιη δίκη, είσαι υποχρεωμένος να υπερασπιστείς τον δικαστή που (ενδεχομένως) τον αδίκησε. Να υπερασπιστείς όχι το γράμμα της απόφασής του, αλλά το «πνεύμα του νόμου», τη διαδικασία μέσω της οποίας κατέληξε σε αυτήν, την ανεξαρτησία που πρέπει να έχει και την ανεπηρέαστη και κατά τον νόμο και τη συνείδησή του κρίση του. Κι ας ξέρεις ότι στην πράξη δεν γίνονται πάντα έτσι τα πράγματα.

Πρέπει να τον υπερασπιστείς απέναντι σ’ έναν αντίλογο που αυτές τις μέρες πλημμύρισε τον δημόσιο λόγο και που αναμειγνύει μελοδραματικά (και ενίοτε πονηρά) την περιπέτεια ενός ανθρώπου ο οποίος δικάζεται στα χρόνια της δημοκρατίας, με της δικαιοσύνης και της ελευθερίας τα πάθη στα πέτρινα μετεμφυλιακά χρόνια ή στα χρόνια της δικτατορίας, για να απαξιώσει και να τσουβαλιάσει τη δικαιοσύνη της δημοκρατίας με τη δικαιοσύνη του στρατοδίκη. Ως εάν η χούντα, πράγματι, να μην «τελείωσε το ’73».

Να τον υπερασπιστείς, προπάντων, απέναντι στον βροντερό αντίλογο εκείνων που δεν νοιάζονται για την Ηριάννα και δεν δίνουν δεκάρα για τη ζωή της, για το δίκιο ή για το άδικο μιας δικανικής κρίσης, απλώς χρησιμοποιούν κυνικά την ιστορία της για δικό τους λογαριασμό. Στην κατηγορία αυτή, συμπίπτουν δύο ασύμπτωτες κατά τα άλλα συνομοταξίες. Η συνομοταξία των μπαχαλάκηδων και η συνομοταξία των πολάκηδων.

Οι μεν χρησιμοποιούν μια ιστορία που συγκινεί, ως πρόσχημα, ένα ακόμη πρόσχημα που ελευθερώνει τον ναρκισσισμό της βίας. Μια αφορμή να σπάσουν βιτρίνες ή κεφάλια, σ’ έναν κόσμο όπου η βία δεν είναι μέσο, αλλά σκοπός. Οι δε τη χρησιμοποιούν ως πολύτιμο πολεμοφόδιο σ’ έναν πόλεμο που έχουν κηρύξει εναντίον των ανυπάκουων της Δικαιοσύνης που «δεν επιτρέπουν στην κυβέρνηση να κυβερνήσει».

Είτε γιατί πιστεύουν, πράγματι, σε μια δημοψηφισματική δημοκρατία, όπου η μυθική «λαϊκή βούληση» εκφράζεται διά της πλειοψηφικής ψήφου και η πλειοψηφία (ακόμη κι αν σχηματίστηκε με ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος να απέχει και με τους νικητές να πλειοψηφούν χάρη στον εκλογικό νόμο μόνον) πρέπει να εφαρμόζει τη βούλησή της ανενόχλητη, ανεμπόδιστη από κανόνες, «θεσμικά εμπόδια» ή τα «αστικά τερτίπια» της διάκρισης των εξουσιών. Αλλιώς, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Είτε επειδή οργανώνουν, απλώς, μια κάπως άξεστη «πρωταρχική συσσώρευση» εξουσιαστικού κεφαλαίου, διά δηώσεως και απαλλοτριώσεως (όπως γίνεται πάντα, λέει ο Μαρξ, η πρωταρχική συσσώρευση) θεσμών, για να οχυρώσουν τη θέση τους στην πολιτική αγορά ως κόμμα εξουσίας. Αδιάφορο γιατί. Επικίνδυνο έτσι κι αλλιώς. Και άσχετο, φυσικά, με την υπόθεση της Ηριάννας, που δεν φταίει σε τίποτα για όσα γίνονται στο όνομά της.