Κοιτούσε χαμηλά, διάλεγε τα λόγια του, προσπαθούσε να προφυλάξει τον εαυτό του. Φρόντιζε να μην πει την παραπάνω κουβέντα που ενδεχομένως θα τορπίλιζε το αίτημα. Τόσα χρόνια δικαστικός επιμελητής είχε εκπαιδευτεί στις ακριβείς σιωπές, στους εύστοχους ψιθύρους, στην αποδοτική εχεμύθεια. Είχε διοριστεί με σημείωμα του κυβερνητικού βουλευτή στα μέσα του ’60, όπως ακριβώς και ο προκάτοχός του. Αισθανόταν στους ζεστούς διαδρόμους του Μεγάρου την πίεση των δικηγόρων, τα μίση των πελατών, τις επαγγελματικές αντιδικίες, τις παραβάσεις με το μηχανάκι, τις ερωτικές συγκρούσεις και τα διαζύγια. Αυτή η πολυετής εκπαίδευση να παρατηρεί τους αντιδίκους, να «γλιτώνει» τη θέση του στις κυβερνητικές αλλαγές, να προσαρμόζεται στο ύφος των υπηρεσιακών στελεχών, να καταλαβαίνει το συναισθηματικό υπέδαφος του άλλου, να προετοιμάζει προσεκτικά το βήμα του, διαμόρφωσε και τη φωνή και την εκφώνηση. Χαμηλόφωνα: «Ο γαμπρός μου θέλει να φύγει απ’ τη δουλειά του. Θέλω να τον βοηθήσετε να βρει κάτι άλλο ανάλογο των δυνατοτήτων του».

Ηλικιωμένος πλέον ο επιμελητής, καμιά 25αριά χρόνια συνταξιούχος, συμπύκνωνε το παραγωγικό πρόβλημα. Προστατευτικός με τα «παιδιά», χωρίς να έχει πάρει είδηση τις τεράστιες εργασιακές μεταβολές, προσπαθούσε να βρει τρόπο να «κόψει δρόμο». Αυτό είχε διδαχτεί, μ’ αυτό έζησε, αυτό αναπαράγει. Προσπαθούσε να «διορθώσει», για λογαριασμό της κόρης, του γαμπρού. Να βρει την αστοχία του συστήματος που τους δυσκολεύει, που ενδεχομένως τακτοποιεί «κάποιους άλλους», να επιταχύνει έξω απ’ την ουρά και τους ανταγωνισμούς.

Μιλούσε κανένα δίωρο, θυμόταν, αναπολούσε δεν έφευγε όμως απ’ το θέμα (τον γαμπρό). Ηταν νύχτα πια, φωτιζόταν απ’ το πλάι, τον καληνύχτισα. Προχωρούσε αργά αλλά άθραυστα, σίγουρα. Ξαλάφρωσε. Εκανε αυτό που ήξερε. Τώρα ο βουλευτής έχει τον λόγο. ΑΣΕΠ κ.λπ. δεν έχουν περάσει στο υποσυνείδητό του.

Το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής παραγωγής έχει κτιστεί μ’ αυτούς τους όρους. Κάποιος μπαίνει κάπου και αναπαράγεται τόσο αξιακά όσο και λειτουργικά. Απαιτεί απ’ τους άλλους αυτό με το οποίο ο ίδιος συγκροτήθηκε. Το πολιτικό σύστημα για να γίνεται καταληπτό χρησιμοποιεί ακριβώς αυτούς τους κώδικες. Οι κώδικες και οι όροι αναπαράγονται, διασπείρονται, μεσιτεύουν, κυριαρχούν, επιζούν σίγουρα.

Καταλαβαίνει κανείς ότι το πολιτικό σύστημα, οι νομοθετικές μέριμνες κ.λπ. ουσιαστικά εσωτερικεύουν αυτόν τον κοινωνικό κυματισμό. Και «νομοθετώντας» τον τελικά τον πολλαπλασιάζουν. Ο κύκλος μιας πολιτισμικής αυτοτροφοδοσίας.

Συχνότατα οι πολιτικές συγκρούσεις γίνονται έξω απ’ το άρρητο. Οικονομικές μακροαναλύσεις, ποσοστά, πλεονάσματα, φορολογικές, ασφαλιστικές εισφορές, έννοια του ΑΕΠ κ.λπ., όλα παραλείπουν αυτή την κεντρική παράμετρο: το εθιμικό υπόστρωμα που μετασχηματίζεται σε ρυθμιστικό παράγοντα των οικονομικών, κοινωνικών, διοικητικών, πολιτικών.

Διάβαζα τα ενδιαφέροντα οικονομικά και οργανωτικά σενάρια των κ.κ. Χριστοδουλάκη, Νεκτάριου, Θεοχάρη πάνω στα πεδία χρέους, ασφαλιστικού προβλήματος και φορολογικού εξορθολογισμού. Λείπει όμως απ’ την υπόθεση εργασίας ο βασικός παράγοντας που γειώνει, κοινωνικοποιεί, εδραιώνει ή υποσκάπτει τον προτεινόμενο και κάθε σχεδιασμό. Οι άπειρες καπάτσες εξατομικεύσεις που καταφέρνουν να ενσωματωθούν στα ποικίλα κανονιστικά συστήματα και που διαστρέφουν κάθε πολιτική εξορθολογισμού αλλά και παραμορφώνουν κάθε μορφής συλλογικότητα.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων