Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας υπουργός Δικαιοσύνης καλείται να λειτουργήσει ως συνήγορος υπεράσπισης ενός άλλου υπουργού και να διαφυλάξει εν τέλει την κυβερνητική συνοχή. Αντιθέτως, είναι οι ρήξεις που σπανίζουν, όταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός για τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην απαρέγκλιτη τήρηση της νομιμότητας, την εικόνα της κυβέρνησης και τις ενδοκυβερνητικές ισορροπίες. Η σύγκρουση του Γιώργου Κουβελάκη με τον πανίσχυρο Αντώνη Λιβάνη, την άνοιξη του 1994, ήταν μια από αυτές τις στιγμές. Οσοι ακολούθησαν –από τον Βαγγέλη Γιαννόπουλο έως τον Χαράλαμπο Αθανασίου –την κρίσιμη ώρα αποδείχθηκαν υπέρ το δέον κομματικοί –ακόμη κι εκείνοι που δεν βρέθηκαν στο νευραλγικό υπουργείο με κομματικές περγαμηνές.

Ο Σταύρος Κοντονής προστατεύει με σθένος τον Πάνο Καμμένο, έχοντας τη βεβαιότητα ότι πίσω από την εμπλοκή με τον ισοβίτη του «Νoor 1» κρύβονται σκελετοί που μπορεί να κρίνουν και το μέλλον της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα. Με την ίδια βεβαιότητα, θα αναλάβει να συντονίσει την κυβερνητική άμυνα και στη σκληρή συζήτηση της ερχόμενης Παρασκευής, στη Βουλή, για τη σύσταση της Εξεταστικής Επιτροπής που ζήτησε η ΝΔ. Η διαφορά του με προκατόχους, ωστόσο, δεν έχει να κάνει με την ασπίδα που υψώνει ώστε να αποφύγουν η κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός και ο συγκυβερνήτης Καμμένος τα βέλη –και να εξασφαλίσουν στο τέλος μια ευνοϊκή ετυμηγορία. Ο υπουργός Δικαιοσύνης δεν εκλήθη εκ των υστέρων να ενεργοποιηθεί, λόγω χαρτοφυλακίου. Δεν ήταν μέχρι πρότινος θεατής μιας παρασκηνιακής διαδικασίας, απεναντίας είχε εξαρχής αναλάβει δράση και υπήρξε συμπρωταγωνιστής, έστω κι δεν εμφανίζεται σε μαγνητοφωνημένες συνδιαλέξεις. Υπό αυτή την έννοια, ο Κοντονής μπαίνει μπροστά σε μια πολιτική και νομική μάχη, προστατεύοντας και εαυτόν.

Είναι σαφές ότι η βάση της επιχειρηματολογίας που ακολουθούν το Μαξίμου και σχεδόν όλα τα κυβερνητικά στελέχη φέρει την υπογραφή του νομικού Σταύρου Κοντονή. Ο Καμμένος έπραξε «το αυτονόητο», όπως θα έκανε ο κάθε πολίτης –συνεπώς, και ο υπουργός Δικαιοσύνης έπραξε το αυτονόητο, στέλνοντας μαύρα μεσάνυχτα μια προϊσταμένη εισαγγελέα στις φυλακές. Η νομιμότητα δεν έχει διασαλευθεί, όπως τουλάχιστον την καταγράφουν στο κυβερνητικό πεδίο. Η κανονικότητα είναι μια άλλη παράμετρος –αν οι τύποι δεν τηρήθηκαν, ο Κοντονής είναι έτοιμος να το συζητήσει. Αλλά για «παρατυπίες» δεν μπορεί να χαλάσει ο κόσμος ούτε η κυβέρνηση να ετοιμάζει «απολογητικά υπομνήματα».

Ο Κοντονής δεν λειτουργεί μόνον ως ασπίδα, αποτελεί και το «άλλοθι» του Καμμένου. Ο υπουργός Αμυνας τηλεφώνησε πάραυτα στον υπουργό Δικαιοσύνης, τα υπόλοιπα είναι περιττά. Το πρόβλημα για τον Κοντονή είναι ότι φορτώνεται μια υπόθεση που δημιουργεί ρήγματα με τον κλάδο των δικαστικών λειτουργών, την ώρα που ο ίδιος είχε εξασφαλίσει μια νηνεμία με δικαστές και εισαγγελείς και προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί από την καθημερινή επιτήρηση του αναπληρωτή Δημήτρη Παπαγγελόπουλου –η οποία είναι δύσπεπτη για έναν παλαιό σύντροφο του Γιάννη Μπανιά. Οι δικαστικές ενώσεις μπορεί να βράζουν με τον Καμμένο και τον Πολάκη, αλλά δεν εγείρουν ζητήματα για τον Κοντονή. Ο νυν υπουργός ούτε πειθαρχικούς ελέγχους ξεκίνησε ούτε για παρεμβάσεις καταγγέλλεται. Θεσμικά εμφανίστηκε ως σύμμαχος, βάζοντας μπροστά πάγια αιτήματα, όπως η δικαστική αστυνομία ή η αποκέντρωση του Πρωτοδικείου Αθήνας, ενώ φρόντισε να δώσει κι ένα προοδευτικό δείγμα γραφής, επεκτείνοντας το σύμφωνο συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια.

Η συνεργασία και ο διάλογος που ζητεί ο Κοντονής από τους δικαστές ίσως υποκρύπτει μια ανησυχία ότι όλα αυτά μπορεί να χαθούν στο κελί ενός ισοβίτη. Με τη Βασιλική Θάνου στο Μαξίμου (που της «έκοψε» την παράταση στον Αρειο Πάγο), ο ανασχηματισμός του φθινοπώρου μπορεί να κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις και να τροφοδοτήσει τα ζακυνθινά σενάρια περί μιας μετανάστευσης στην αχανή Β’ Αθήνας, τα οποία προσώρας διαψεύδονται κατηγορηματικά.