Εστω και την προτεραία του προγραμματικού Συνεδρίου της η υπό διαμόρφωση ελληνική Κεντροαριστερά μοιάζει να έλυσε ένα από τα κύρια προγραμματικά της ζητήματα: δεν πρόκειται ούτε να προσεγγίσει ούτε να συνεργαστεί με την παρούσα κυβέρνηση.

Ελπίζω η απόφαση, που εκφράστηκε διά της προέδρου του ΠΑΣΟΚ αλλά προφανώς αφορά όλο τον χώρο, να μην ήταν προϊόν συγκυριακών εξελίξεων όπως η πτώση της κυβερνητικής αξιοπιστίας και δημοφιλίας ή τα μηνύματα των δημοσκοπήσεων ότι τα σκληρό αντιπολιτευτικό ροκ κάνει καλό στα εκλογικά ποσοστά. Ελπίζω καθοριστικό στοιχείο να ήταν ότι η ηγετική ομάδα είδε αυτό που αρκετοί ισχυριζόμαστε από καιρό και που, δυστυχώς, η κυβερνητική πρακτική καθιστά κάθε μέρα και πιο ορατό: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατική Αριστερά. Είναι ένα μόρφωμα που κατέκτησε δημοκρατικά και ασκεί λιγότερο δημοκρατικά την εξουσία βασισμένο σε ένα μείγμα εθνικισμού (ενώ το άνοιγμα στον κόσμο είναι βασικό στοιχείο της πραγματικής Αριστεράς), πελατειακού κρατισμού (εκ φύσεως και κυρίως εξ αποτελέσματος αντίθετου με το κοινωνικό κράτος και την προστασία των πιο αδύναμων) και αντιελευθεριότητας (με μόνες εξαιρέσεις τις ρυθμίσεις για την ιθαγένεια και το σύμφωνο συμβίωσης, που υλοποιήθηκαν με τις ψήφους της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και κόντρα στον κυβερνητικό εταίρο, ο βίος και η πολιτεία της «πρώτης φοράς Αριστεράς» σφραγίζεται από μεγάλες και διαρκείς υποχωρήσεις του κράτους δικαίου, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών).

Μένουν να τεθούν κάπως συλλογικότερα και να συζητηθούν στο επικείμενο Συνέδριο δύο άλλα κρίσιμα προγραμματικά ζητήματα, που συνδέονται με τη σχέση της υπό διαμόρφωση Κεντροαριστεράς αφενός με την αναγκαία ιδεολογική και στελεχική της ανανέωση και αφετέρου με το φαινόμενο της εξουσίας. Σε αντίθεση με τη συνεργασία με τη σημερινή κυβερνώσα παράταξη, τα θέματα αυτά δεν απαιτούν και ίσως δεν επιδέχονται μονοσήμαντη απάντηση. Πιστεύω όμως ότι αν δεν συμφωνηθούν και εδώ οι κατευθύνσεις, το Συνέδριο αν δεν πάει χαμένο, θα μείνει σίγουρα ανολοκλήρωτο.

Οσον αφορά την ανανέωση, πεποίθησή μου –και θα με εξέπληττε αν ήταν μόνο δική μου –είναι ότι οι προϋποθέσεις είναι δεδομένες, αλλά η υλοποίησή τους απαιτεί μια αβέβαια υπέρβαση. Για να γίνει η «νέα» Κεντροαριστερά αξιόπιστη, αποκαθαρμένη από τα βάρη που έφεραν την έκπτωσή της και έτοιμη να διεκδικήσει το μερίδιο που της αναλογεί στην εθνική προσπάθεια χρειάζεται ανυπερθέτως: Πρώτον, να ενώσει όλες τις δυνάμεις του χώρου, κοινοβουλευτικές, πολιτικές και κοινωνικές. Δεύτερον, να απαντήσει στο ερώτημα, για να το πω λίγο συνθηματικά, «Αριστερά εξουσίας για το συμφέρον της χώρας» ή «αντιπολιτευτική Αριστερά για τη σταδιακή ανακατάληψη του εκλογικού χώρου». Και τρίτον, να κάνει πράξη την ανανέωση προσώπων και πρακτικών –ξεκινώντας από αυτό το Συνέδριο.

Γνώμη μου είναι ότι ο δρόμος της σοβαρότητας –που με τη σειρά του είναι ο μόνος δρόμος για την επιστροφή της Κεντροαριστεράς στη φυσική πολιτική της θέση –είναι εκείνος της συμμετοχής στην εξουσία για την ανόρθωση της χώρας. Και γι’ αυτό ο χώρος πρέπει να έχει έτοιμο, σε μεγαλύτερο από τον σημερινό βαθμό, ένα σχέδιο μπολιάσματος της επόμενης μέρας με τα στοιχεία εκείνα –κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ευρωπαϊσμός, ξεκόλλημα της οικονομίας –που έχει ανάγκη η χώρα και που βρίσκονται στον πυρήνα της Κεντροαριστεράς. Ευτυχώς ο αγώνας είναι μπροστά.

O Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος