O τρόπος που το έθεσε η αρχηγός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης είναι μάλλον ευγενής: «Δεν βρισκόμαστε στη Χώρα των Λωτοφάγων». Πολλά στραβά έχει αυτός ο λαός, πολλά λάθη έχει κάνει, κοντή μνήμη έχει, αλλά δεν μπορείς και να προσβάλλεις έτσι τη νοημοσύνη του. Δεν μπορείς, την ώρα που είναι στο κανναβάτσο ο ακροδεξιός εταίρος τον οποίο εσύ προκλητικά επέλεξες, και τον στήριξες με όλες σου τις δυνάμεις επειδή τον είχες ανάγκη, και εξακολουθείς να τον στηρίζεις ακόμη και σήμερα, να πετάς ξαφνικά μια πρόταση για «προοδευτική διακυβέρνηση μετά το τέλος των Μνημονίων». Υπάρχουν και όρια στο θράσος. Πιάνει ταβάνι κάποια στιγμή ο κυνισμός.

Με τη δήλωση που έκανε χθες στα «ΝΕΑ» η Φώφη Γεννηματά ξεκαθαρίζει ότι το σχέδιο του Πρωθυπουργού να συνεχίσει να εξαπατά τους πολίτες με άλλα μέσα δεν αφορά ούτε την ίδια ούτε το κόμμα της. Είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή είχε γλυκοκοιτάξει το «προοδευτικό» σενάριο. Το ίδιο είχε κάνει και ο Σταύρος Θεοδωράκης. Τα δύο ηγετικά στελέχη της Κεντροαριστεράς είχαν πιστέψει ότι θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη διακυβέρνηση της χώρας, αν όχι στο μέτωπο της οικονομίας, τουλάχιστον στους χώρους της Παιδείας, της Υγείας, της Δικαιοσύνης. Γρήγορα κατάλαβαν ότι ήταν μάταιο.

Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ορθώς κατηγορεί τον Πρωθυπουργό ότι ευτέλισε τις αξίες της Αριστεράς. Χρησιμοποιεί όμως και εκείνη στην κριτική της όρους όπως «προοδευτικές ανατροπές» και «συντηρητική παλινόρθωση», που δεν σημαίνουν πλέον πολλά ούτε στην ελληνική ούτε στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Στη δικαιολογημένη προσπάθειά της να προειδοποιήσει ότι δεν θα αποτελέσει δεκανίκι του Κυριάκου Μητσοτάκη, καταφεύγει σε ένα δίπολο (πρόοδος/συντήρηση) που δεν πείθει. Μπορεί να υπηρετεί κάποιους πρόσκαιρους μικροκομματικούς σκοπούς, δεν προσφέρει όμως ούτε διέξοδο ούτε προοπτική.

Με άλλα λόγια, το πρότυπο για την επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη και κυρίως στην κανονικότητα, δεν μπορεί να είναι ο Κόρμπιν (που όταν εξελέγη αρχηγός των Εργατικών δέχθηκε δύο πανομοιότυπα συγχαρητήρια μηνύματα από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ) αλλά ο Μακρόν. Η κυρίαρχη αντιπαράθεση σήμερα δεν είναι μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς ή σοσιαλισμού και καπιταλισμού ούτε βέβαια μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Αλλά μεταξύ ανοιχτής και κλειστής κοινωνίας, μεταξύ ευρωπαϊστών και κυριαρχιστών, μεταξύ μεταρρυθμιστών και λαϊκιστών, μεταξύ οπαδών της ελεύθερης οικονομίας και κρατιστών. Η εθνικολαϊκιστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφήνει αμφιβολίες για τη θέση του σε αυτά τα δίπολα. Αλλά και η αντιπολίτευση, που δεν στερείται δα παρελθόντος, πρέπει να είναι σαφής. Ακριβώς επειδή δεν βρισκόμαστε στη Χώρα των Λωτοφάγων.

Η πολιτική των ίσων αποστάσεων ίσως να είναι δικαιολογημένη για ένα μικρό κόμμα που ετοιμάζεται για το Συνέδριό του και θέλει να αποτελέσει στο μέλλον ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων. Δεν είναι αρκετή όμως για να εμψυχώσει, να εμπνεύσει και να συμφιλιώσει μια κοινωνία που ζει εδώ και καιρό σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.