Ενα χρόνο μετά το δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία οι περίφημες διαπραγματεύσεις άρχισαν με την αποδοχή των όρων της ΕΕ που επέμεινε ότι δεν μπορούν να μιλήσουν για την επόμενη μέρα αν δεν λυθούν προηγουμένως τρία ζητήματα: η διασφάλιση των Ευρωπαίων και Βρετανών που ζουν στη Μ. Βρετανία και στην Ευρωπαϊκή Ενωση αντίστοιχα, τα σύνορα μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Ιρλανδίας και το κόστος εξόδου. Καθώς η Τερίζα Μέι έδωσε μια πρώτη γεύση για το τι προσφέρει στο πρώτο θέμα –τη Δευτέρα θα δημοσιευτεί η επίσημη θέση της για το ζήτημα –είχε και τις πρώτες αρνητικές αντιδράσεις από την ΕΕ. Από την ευγενική δήλωση της Ανγκελα Μέρκελ «είναι μια καλή αρχή» μέχρι την πιο σκληρή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ –«η πρόταση είναι κατώτερη των προσδοκιών μας».

Δυο προβλήματα απασχολούν σοβαρά τους βρετανούς συνταξιούχους που έχουν επιλέξει ως μόνιμη κατοικία τις χώρες του Νότου. Η ραγδαία πτώση της στερλίνας, που τους αφαιρεί μέρος του εισοδήματός τους και η ιατρική και νοσοκομειακή κάλυψη που τους παρέχεται σήμερα από τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Για το πρώτο δεν μπορεί να κάνει κανείς τίποτε. Η επιλογή της εξόδου έχει και θα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε αυτούς τους ανθρώπους, που τελικά δεν μπορεί κανείς να τους χαρακτηρίσει πλούσιους. Το δεύτερο θα έχει σημαντικότερες επιπτώσεις μια και λόγω ηλικίας θα βρεθούν σε δύσκολη θέση, ανάλογα με το σύστημα περίθαλψης που επικρατεί σε κάθε χώρα. Ηδη πολλοί μετράνε τα εισοδήματά τους και προετοιμάζονται για επιστροφή.

Για τους ευρωπαίους, πάλι, εργαζόμενους από μια συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά που δεν έχει διευκρινιστεί από τη Μέι, η επιβάρυνση τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους ίδιους θα είναι μεγαλύτερη από σήμερα. Πράγμα το οποίο θα στερήσει τις επιχειρήσεις από εργατικό δυναμικό που θα πάψει να έχει κίνητρα για να εργαστεί στην Αγγλία –ήδη το πρόβλημα αρχίζει να φαίνεται. Η προβλεπόμενη σήμερα διαδικασία για τους ξένους εργαζόμενους απαιτεί μεγάλες γραφειοκρατικές εμπλοκές για τους μη Ευρωπαίους. Τα πανεπιστήμια, μια από τις σημαντικότερες οικονομικές εξαγωγικές δραστηριότητες της χώρας (φοιτητές) και εξίσου σημαντικές επιστημονικές εστίες έρευνας, θα πληγούν με σοβαρές συνέπειες για την οικονομία και τις επιχειρήσεις.

Δεν υπάρχει λόγος να επεκταθούμε στις συνέπειες της εξόδου για τους εργαζόμενους στο Σίτι που ήδη αναζητά και διαπραγματεύεται με χώρες όπως η Γαλλία το Λουξεμβούργο, η Γερμανία και η Πολωνία και εν μέρει και η Κύπρος μεταφορά χιλιάδων θέσεων εργασίας, ώστε να αποκτήσουν το περίφημο «διαβατήριο». Ούτε με την κατάσταση που θα δημιουργηθεί από τη διακοπή της χρηματοδότησης από κοινοτικά κονδύλια των ερευνητικών προγραμμάτων, που υπολογίζεται σε κάποια δισ., που θα πρέπει να επωμιστεί το βρετανικό κράτος. Ας δούμε λίγο την κατάσταση που δημιουργείται και ξεκαθαρίσει σιγά σιγά.

Δυο σημαντικές πολιτικές συνέπειες διαφαίνονται από την πορεία για έξοδο. Η κατακόρυφη απαξίωση των τριών από τους αρχιτέκτονες του Brexit –Τζόνσον, Φάρατζ και Γκόουβ. Και η διαφαινόμενη διακομματική συνεργασία, η οποία με τη δέσμευση της κυβέρνησης διά του λόγου του Θρόνου για εμπλοκή του Κοινοβουλίου στις διαπραγματεύσεις άνοιξε τους ασκούς της αστάθειας. Η πρώτη απώλεια της απαιτούμενης πλειοψηφίας στη Βουλή θα υποχρεώσει τη Μέι να καταφύγει σε ψηφοφορία εμπιστοσύνης μιας κυβέρνησης που κατάφερε να χάσει την αυτοδυναμία της προσφεύγοντας άνευ λόγου σε πρόωρες εκλογές.

Αν όλα αυτά συμβαίνουν μόλις με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, υποθέτω ότι σε κάποιους μήνες από σήμερα η ανάγκη για νέο δημοψήφισμα θα καταστεί αναπόφευκτη.