Τρία συμπεράσματα που δεν επιδέχονται παρερμηνείες προκύπτουν από τις εκθέσεις όλων των μεγάλων διεθνών χρηματοοικονομικών ομίλων που έβαλαν στο μικροσκόπιο τη συμφωνία κυβέρνησης και δανειστών για το ελληνικό ζήτημα:

Συμπέρασμα 1ον: Οι δανειστές μας κλώτσησαν το ελληνικό τενεκεδάκι παρακάτω. Η Ελλάδα δεν παίρνει τίποτε περισσότερο από τη συμφωνία του Eurogroup εκτός από την επόμενη δόση του προγράμματος.

Συμπέρασμα 2ον: Η συμφωνία όχι μόνο δεν προβλέπει μία καθαρή λύση για το χρέος, αλλά η όποια νέα διευθέτηση θα αποφασισθεί «αν χρειαστεί» και εφόσον υλοποιηθούν στην πράξη τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις του προγράμματος. Την ίδια ώρα η δέσμευση που αναλήφθηκε για πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ τα επόμενα 40 χρόνια μετατρέπει τη συμφωνία σε «ζουρλομανδύα» σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Ινστιτούτου Peterson, αν δεν είναι μία υπόθεση «γελοία» και ανέφικτη όπως συμπεραίνουν οι αναλυτές του Bloomberg.

Συμπέρασμα 3ον: Η σταθερή έξοδος της χώρας στις αγορές έως το τέλος του προγράμματος –τον Σεπτέμβριο του 2018 –ούτε εξασφαλισμένη είναι αλλά ούτε είναι και το πλέον πιθανό σενάριο. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Ελλάδα δεν προβλέπεται να βγει σύντομα από την «τεχνητή υποστήριξη» των δανειστών της. Στη χειρότερη περίπτωση θα αναλάβει νέες δεσμεύσεις με ένα νέο Μνημόνιο και στην πιο λάιτ εκδοχή της μέσω μιας ενισχυμένης γραμμής πίστωσης που θα συνοδεύεται και αυτή από αυστηρούς όρους για την εφαρμογή συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων.

Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν έχει και πολλές επιλογές μπροστά της, τους επόμενους μήνες, για να αποφύγει τα χειρότερα. Οι προϋποθέσεις ολοκλήρωσης του προγράμματος στο περιορισμένο διάστημα που απομένει ώς τη λήξη του περνούν μέσα από την εφαρμογή των ήδη ανειλημμένων δεσμεύσεων για τις ιδιωτικοποιήσεις. Αυτή θα είναι η μεγάλη καυτή πατάτα της τρίτης αξιολόγησης του ερχόμενου Σεπτεμβρίου. Την άφησαν στα χέρια του Πρωθυπουργού οι δανειστές με τις αποφάσεις που έλαβαν στο τελευταίο Eurogroup. Καθώς η ελληνική οικονομία προβλέπεται να παραμείνει αποκλεισμένη για αρκετό καιρό ακόμη από την ομπρέλα της ποσοτικής χαλάρωσης (QE), το μόνο που απομένει στην κυβέρνηση για να ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία προς τις αγορές και τους δανειστές είναι να λάβει αποφάσεις και πρωτοβουλίες που θα ανοίξουν τις πόρτες στους ξένους επενδυτές σε τομείς στους οποίους δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σήμερα το Δημόσιο. Είναι ο μόνος τρόπος για να έρθουν επενδύσεις και να αλλάξει προς το καλύτερο το κλίμα στις αγορές στις οποίες φιλοδοξεί να (ξανά) αποκτήσει πρόσβαση η χώρα.

Οτιδήποτε άλλο θα βάλει σε νέες περιπέτειες την ελληνική οικονομία. Την ώρα μάλιστα που πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι η γερμανική πολιτική σκηνή μπορεί να γίνει ακόμη πιο αυστηρή και επιφυλακτική για την Ελλάδα μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών και παραδοσιακός σύμμαχος του κεντροδεξιού CDU της Ανγκελα Μέρκελ, που τοποθετείται ιδιαίτερα αυστηρά απέναντι στην Ελλάδα –υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων την προσωρινή έξοδό της από το ευρώ -, παρουσιάζει σημαντική αύξηση στις δημοσκοπήσεις με ποσοστό 10,5%. Αν αυτό επιβεβαιωθεί στις κάλπες αυξάνονται οι πιθανότητες συμμετοχής του σε μια νέα κεντροδεξιά κυβέρνηση με το CDU, που κάθε άλλο παρά ευνοϊκότερη θα είναι από τη σημερινή για το ελληνικό ζήτημα.