Ο Μακρόν και ο Κόρμπιν, οι πρωταγωνιστές δύο εκπλήξεων στο ευρωπαϊκό εκλογικό τοπίο της χρονιάς, δεν έχουν σχεδόν τίποτε κοινό. Ούτε ως προσωπικότητες, ούτε στις πολιτικές τους θέσεις. Μοιράζονται μόνον αυτό: ότι πρωταγωνίστησαν σε δύο αναπάντεχα εκλογικά αποτελέσματα. Και ότι οι εκλογικές τους επιδόσεις αναζωπύρωσαν τη μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της ευρωπαϊκής Αριστεράς, την αλλαγή της φυσιογνωμίας της και τον επανακαθορισμό του άξονα Δεξιάς – Αριστεράς στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.

Ακόμη και ως εκλογικές εκπλήξεις, βέβαια, οι δύο περιπτώσεις είναι πολύ διαφορετικής φύσης και τάξης.

Ο Κόρμπιν, ο ηγέτης των βρετανών Εργατικών, άρχισε την εκλογική κούρσα στο Ηνωμένο Βασίλειο με ένα προεξοφλημένο πιστοποιητικό συντριβής. Οι δημοσκοπήσεις έδιναν κάποια στιγμή προβάδισμα έως και 25 μονάδων στους Τόρις. Οι αναλυτές προεξοφλούσαν μια ήττα ιστορικών διαστάσεων. Και την απέδιδαν στον ίδιο τον Κόρμπιν –στην εκλογικά τοξική, παλιομοδίτικη αριστεροσύνη του.

Ομως εκείνος οργάνωσε μια εξαιρετική εκλογική καμπάνια, κινητοποίησε νέους που δεν έκαναν απλώς like στα social media, μα έβγαιναν ως εθελοντές στον δρόμο, κέρδισε κατά κράτος την Tερίζα Μέι στο πεδίο της εικόνας, της επικοινωνίας και, τελικά, κατάφερε το αναπάντεχο. Το Εργατικό Κόμμα κέρδισε ψήφους τόσο από την πράσινη, κοσμοπολίτικη Αριστερά των αστικών κέντρων, τους «μένουμε Ευρώπη», όσο και από το «κόκκινο» τμήμα του εκλογικού σώματος, του ξενοφοβικού UKIP, του Βrexit. Κι έτσι πέτυχε το καλύτερο εκλογικό σκορ του από το 2001, έστω και αν δεν κατάφερε να κλονίσει την ηγεμονία των Συντηρητικών, που συνεχίζεται.

Η έκπληξη Μακρόν στις γαλλικές εκλογές, από την άλλη μεριά, είναι άλλης τάξης, άλλου μεγέθους. Ενας άνθρωπος που, πριν από έναν χρόνο ακόμη ήταν περίπου ένας «κύριος Τίποτε», κατάφερε πρώτα να θριαμβεύσει στις προεδρικές εκλογές. Κι έπειτα να κερδίσει μια άνετη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, με ένα κόμμα που πριν από λίγους μήνες δεν υπήρχε καν κι ένα πολιτικό προσωπικό που, στην πλειονότητά του ήταν, πριν από λίγους μήνες, εκτός πολιτικής. Το κατόρθωμα είναι ακόμη μεγαλύτερο αν σκεφτεί κανείς ότι η δεύτερη αυτή εκλογική νίκη ήρθε κόντρα σ’ ένα εκλογικό σύστημα δύο γύρων που, από το 1958, αναπαράγει και επιβεβαιώνει τον διπολισμό Δεξιάς – Αριστεράς, ενώ αυτή τη φορά λειτούργησε υπέρ ενός Κέντρου που δηλώνει «και Αριστερά και Δεξιά».

Κι έτσι ανοίγει ξανά η συζήτηση: Ποιος είναι ο δρόμος που θα βγάλει την ευρωπαϊκή Αριστερά, την κάποτε ηγεμονεύουσα σοσιαλδημοκρατία, από τον κύκλο της φθοράς, της εκλογικής συρρίκνωσης και της ηθικής παρακμής; Και πώς θα αποκτήσει ξανά νόημα η διάκριση Δεξιάς – Αριστεράς, που τα τελευταία χρόνια στα μάτια των πολιτών μοιάζει να σβήνει, να χάνει το μεγάλο συμβολικό νόημα που είχε για πάνω από έναν ευρωπαϊκό αιώνα;

Με επιχείρημα την εκλογική αντοχή των Εργατικών του Κόρμπιν, παρά την ήττα, κάποιοι θα πουν πως ο δρόμος αυτός προϋποθέτει μια γενναία στροφή αριστερά, το μπόλιασμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με τον ριζοσπαστικό λόγο και την κινηματική πρακτική εκείνων που εξ αριστερών την αμφισβητούν. Από την Ισπανία και την Πορτογαλία ώς την Ελλάδα, αυτή η πρόταση βρίσκει όλο και περισσότερους οπαδούς. Κι ας οδηγήθηκε σε ναυάγιο η πρώτη απόπειρα των γάλλων Σοσιαλιστών να ακολουθήσουν αυτόν ακριβώς τον δρόμο, με την ατυχήσασα υποψηφιότητα Αμόν. Κι ας ανακόπηκε στις βουλευτικές εκλογές και το ακόμη «αριστερότερο» ρεύμα Μελανσόν.

Με επιχείρημα τον θρίαμβο του Μακρόν, από την άλλη μεριά, κάποιοι θα πουν πως για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ο μόνος δρόμος είναι η γενναία ανανέωση και η κατάληψη του Κέντρου. Κι όχι απλώς ως εκλογικό στρατήγημα ή ως εφαρμογή της περίφημης τριγωνοποίησης, αλλά ως πραγματική υπέρβαση του άξονα Δεξιάς – Αριστεράς και αντικατάστασή του με νέα δίπολα: ανοιχτό – κλειστό, μεταρρύθμιση – αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις, συμμετοχή και διεκδίκηση σε ένα νέο υπερεθνικό περιβάλλον ή αναδίπλωση στον εθνοκεντρισμό.

Είναι προφανές ότι η συζήτηση δεν θα λήξει αύριο. Και η έκβασή της δεν θα κριθεί από το εδώ και τώρα των εκλογικών αποτελεσμάτων, μα από την αντοχή των υλικών των εναλλακτικών προτάσεων στον χρόνο και στη δοκιμασία της πράξης. Και από αυτήν την άποψη, η κάπως εξωτική ελληνική εμπειρία της τελευταίας διετίας θα μπορούσε να εγγραφεί, με ενδιαφέροντα τρόπο, στον ευρωπαϊκό διάλογο.

Η Ελλάδα είναι η μόνη ώς τώρα ευρωπαϊκή χώρα που, στον δοκιμαστικό σωλήνα της κρίσης, δοκίμασε την άνοδο στην εξουσία μιας ριζοσπαστικής εκδοχής Αριστεράς. Βίωσε την έκλαμπρη άνοδό της αλλά και την πολιτική και ηθική της ήττα –τόσο στο επίπεδο της γενικής πολιτικής, της διαπραγμάτευσης, της απόπειρας αμφισβήτησης των πολιτικών λιτότητας, όσο και στο επίπεδο της καθημερινής διαχείρισης ενός πελατειακού συστήματος εξουσίας, με τους ίδιους, τους δικούς του όρους. Βιώνει τώρα τις ακροβατικές ασκήσεις ισορροπίας ανάμεσα στον πραγματισμό μιας συμβιβασμένης με το διεθνές περιβάλλον κυβερνητικής πρακτικής κι έναν λόγο που, όπου μπορεί, συνεχίζει να εκφέρεται στο παλιό ριζοσπαστικό ιδίωμα και να βάζει τρικλοποδιές στον κυβερνητικό ρεαλισμό.

Κι έπειτα;

Συχνά το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από την εμπειρία της πολιτικής ήττας και της προσγείωσης στον ρεαλισμό μπορεί να εξελιχθεί σε έναν ηγεμονικό αριστερό πόλο στα πλαίσια ενός νέου, «αριστερότερου» διπολισμού. Αν δηλαδή, με τους συνηθισμένους όρους της τρέχουσας συζήτησης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάρει οριστικά τη θέση που είχε το ΠΑΣΟΚ, αφομοιώνοντας ή περιθωριοποιώντας τις απομένουσες δυνάμεις του χώρου. Ή αν οι δυνάμεις αυτές, ανασυγκροτημένες, θα ανακτήσουν τη θέση τους στην πολιτική σκηνή.

Αλλά η συζήτηση αυτή έχει περιορισμένη αξία και βραχύ ορίζοντα. Πιο ενδιαφέρον είναι το ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ ο ίδιος μπορεί να ξανασυνδεθεί με την παράδοση της ελληνικής Αριστεράς.

Εξηγούμαι.

Η ριζοσπαστική Αριστερά γνώρισε τη μετεωρική της εκλογική άνοδο κραδαίνοντας τις κόκκινες σημαίες της, αλλά μιλώντας μια γλώσσα δανεική, ξένη προς την αριστερή παράδοση. Τα πολιτικά συνθήματα, όπως τα αφομοίωσε το νέο εκλογικό της ακροατήριο, δήλωναν πως η κρίση, ο κίνδυνος χρεοκοπίας της χώρας ήταν «παραμύθι με δράκο», μια «συνωμοσία» με στόχο την αφαίρεση κοινωνικών κατακτήσεων (στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και όλες οι συντεχνιακές διευθετήσεις που είχαν επιτύχει ομάδες ισχύος στα πλαίσια μιας μαζικών διαστάσεων πελατειακής συναλλαγής) και πως αρκούσε μια γενναία και ανυπότακτη δύναμη να έρθει στην εξουσία, να διαπραγματευτεί «πατριωτικά», να σχίσει τα Μνημόνια κι ο παλιός παράδεισος να επιστρέψει. Ηταν ήδη ένας πολιτικός λόγος σε διαζύγιο με την κριτική σκέψη της Αριστεράς, σε προχωρημένη ώσμωση με τον συνωμοσιολογικό εθνικισμό των ΑΝΕΛ.

Είχε προηγηθεί μια άλλη μετατόπιση του ιδεολογικού, αυτή τη φορά, λόγου. Ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούσε σιγά σιγά μια anti-global οπτική για τα πράγματα. Η κριτική του στον καπιταλισμό γινόταν «προσωποποιημένη». Μια κριτική που –ως εάν το Κεφάλαιο δεν είναι μια αφηρημένη κοινωνική σχέση, η οποία κυριαρχεί επί πλουσίων και φτωχών –βλέπει τη φτώχεια, τις οικονομικές κρίσεις, τις ανισότητες, ως συνειδητές επιλογές σκοτεινών παγκόσμιων «ελίτ». Από εκεί μέχρι τις συνωμοσιολογικές, αντισημιτικές αφηγήσεις παγκόσμιας κυριαρχίας, που αγαπά η ακροδεξιά διεθνής και οι ΑΝΕΛ, ένα τσιγάρο δρόμος.

Εχει επιστροφή ο δρόμος αυτός; Από την απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, και η απάντηση στο υπερκείμενο ερώτημα –στο πώς, με ποιο πρόσημο και ποιους εσωτερικούς συσχετισμούς θα διαμορφωθεί το πρόσωπο της καθ ημάς Αριστεράς, μετά. Μετά από όλα αυτά…