Την ώρα που στο Καλλιμάρμαρο το πλήθος τραγουδούσε, θυμόταν, γελούσε, δάκρυζε και –κυρίως –αποθέωνε τον κατ’ εξοχήν αντιστασιακό συνθέτη, στον μικρόκοσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ξεσπούσε μια διαμάχη με αφορμή το τελευταίο άρθρο του καθηγητή Στάθη Καλύβα στην «Καθημερινή» για την «παράδοξη κληρονομιά» της 21ης Απριλίου. Ηταν σύμπτωση. Αλλά μια σύμπτωση διδακτική.

Οταν έχεις απέναντί σου έναν θρύλο και όταν τον βλέπεις να διευθύνει από την αναπηρική του πολυθρόνα θρυλικά τραγούδια, ξεχνάς όλα τα υπόλοιπα. Δεν έχει σημασία πια τι κατά καιρούς έχει γράψει και έχει πει, αν και πόσο έχεις ενοχληθεί –τα μεγέθη άλλωστε δεν είναι συγκρίσιμα. Δεν παίζει κανένα ρόλο ποιοι κάθονται δίπλα του και τι ρόλο έχουν παίξει, το μόνο που μετράει είναι ο κόσμος που τραγουδά «Στο περιγιάλι το κρυφό» και ο Μίκης Θεοδωράκης που διευθύνει καθιστός. Ολες οι κριτικές, όλες οι επιφυλάξεις, υποχωρούν μπροστά σε μια εικόνα.

Υπάρχει όμως ένας κίνδυνος. Να παρασυρθείς από την ενότητα μπροστά στο ίνδαλμα και να πιστέψεις ότι οι σκιές του παρελθόντος έχουν διαλυθεί οριστικά. Εδώ έρχεται ο ιστορικός για να παρέμβει, να αμφισβητήσει και να προκαλέσει. Αλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι. Οσο πιο ευαίσθητο είναι το θέμα που θίγει και όσο πιο αιρετικές είναι οι απόψεις του τόσο μεγαλύτερες οι αντιδράσεις και τόσο πιο χρήσιμος ο διάλογος. Γιατί το ζητούμενο είναι πάντοτε η κάθαρση.

Η άποψη του Στάθη Καλύβα ότι χωρίς τον Απρίλιο του ’67 δεν θα είχε υπάρξει ο Ιούλιος του ’74 και ότι χωρίς την τραγωδία της Κύπρου η πορεία προς τον εκδημοκρατισμό θα ήταν πολύ πιο δύσκολη και προβληματική, ενώ δύσκολα θα είχαμε την καθαρή λύση του πολιτειακού και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, είναι προκλητική. Σχεδόν προβοκατόρικη. Με την ίδια λογική θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι χωρίς τα γκουλάγκ και το Ολοκαύτωμα θα ήταν πολύ πιο δύσκολη η καταδίκη των ολοκληρωτισμών. Ακριβές –αν και δεν θα είχαμε μέτρο σύγκρισης. Και σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν πάντοτε άλλοι δρόμοι, όπως παραδέχεται ο Καλύβας: η διεθνής εμπειρία προσφέρει αρκετά παραδείγματα χωρών που εκδημοκρατίστηκαν σταδιακά δίχως πραξικοπηματικές εκτροπές.

Εχει σχέση η ποιότητα της δημοκρατίας με τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή; Μακάρι να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση, ανάλογη με εκείνη που προκάλεσε ο ίδιος ιστορικός πριν από λίγα χρόνια για τον Εμφύλιο. Με πάθη αλλά χωρίς φανατισμούς. Με κριτικές αλλά χωρίς ανθρωποφαγικά ένστικτα. Μπορούμε να το κάνουμε; Ή οι αναστολές, οι ανταγωνισμοί και οι παγιωμένες βεβαιότητες θα αποδειχθούν ξανά ισχυρότερα από τις αρετές της ψύχραιμης ανάλυσης και σύνθεσης;

Με τον διάλογο ωριμάζει ένας λαός. Ωστε σήμερα να πάλλεται στα στάδια με το «Μαργαρίτα Μαγιοπούλα» και το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», ενώ πριν από σαράντα τόσα χρόνια βροντοφώναζε «Δώστε τη χούντα στον λαό». Υπό την επική διεύθυνση του ίδιου συνθέτη, φυσικά.