Η αναζήτηση του προγραμματικού περιεχομένου, της πολιτικής κατεύθυνσης και της ιδεολογικής ταυτότητας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα παίρνει πολλές φορές διχαστικά χαρακτηριστικά. Και κατά τις πάγιες παραδόσεις του χώρου της ευρύτερης Αριστεράς, συνοδεύεται από αυθαίρετες γενικεύσεις και δίκες προθέσεων. Ετσι, όσοι προκρίνουν την αριστερή της στροφή λογίζεται ότι επιζητούν συλλήβδην την αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ. Και όσοι υποστηρίζουν ότι η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να στραφεί προς το Κέντρο θεωρείται πως κλείνουν το μάτι στον Μητσοτάκη.

Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αντιμετώπισε με αμηχανία τις καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Και δεν μπόρεσε να διατυπώσει ένα ολοκληρωμένο πολιτικό σχέδιο για τον ριζικό, οιονεί ομοσπονδιακό μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με απώτερο στόχο τη δημιουργία των προϋποθέσεων για παγκόσμια προοδευτική διακυβέρνηση. Ετσι, παραδέρνει ανάμεσα στην αδυναμία της να διατυπώσει μια πειστική πρόταση για τη χαλιναγώγηση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στην ουτοπία της εφαρμογής πολιτικών που ήταν συμβατές με το εθνικό κράτος.

Μέχρι να διαμορφώσει την υπερεθνική της ταυτότητα η κάθε εθνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας μοιραία θα κινείται αποκλειστικά με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε εθνικού κράτους και τις πολιτικές προτεραιότητες που αυτά καθορίζουν. Αλλοτε επιτυχημένα, άλλοτε όχι. Διότι μπορεί μεν να υπάρχουν σαφώς κοινά προβλήματα που διαπερνούν όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, δεν είναι όμως ίδιο το κυρίαρχο διακύβευμα σε κάθε επιμέρους χώρα και συνεπώς δεν είναι ίδιο ούτε το πολιτικό πρόταγμα ούτε και το κριτήριο της ψήφου. Σε πολλές περιπτώσεις καθοριστικό ρόλο μπορεί να παίξουν και διάφορες συγκυρίες, αλλά και ο νόμος των «αθέλητων συνεπειών». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, μέσα σε τέσσερις μόλις μέρες, και ο Μακρόν καθίσταται κυρίαρχος στη Γαλλία, αλλά και ο Κόρμπιν ξαναζωντανεύει και θέτει σε τροχιά εξουσίας ένα ιστορικό κόμμα.

Η πραγματικότητα χρειάζεται πιο σύνθετα εργαλεία για την ερμηνεία της και δεν επιτρέπει απλουστεύσεις και μηχανιστικές μεταφορές. Για παράδειγμα, όσοι καταλογίζουν στην ηγεσία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ότι λοξοκοιτάζει προς τα αριστερά δύσκολα θα μπορούσαν να αποδώσουν την εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, η οποία ξεκίνησε το 2012 και συνεχίστηκε το 2015, σε κάποια αριστερή στροφή της τότε ηγεσίας του. Αυτό τελικά που φαίνεται πως δεν περνάει από το μυαλό όσων στη χώρα μας πιάνουν με ευκολία τα χαρακώματα είναι ότι (και) η Ελλάδα χρειάζεται επιτέλους ένα ανοιχτό, θεσμικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, χωρίς σκληρούς μηχανισμούς και επετηρίδες, αλλά με πολιτική αυτονομία και σεβασμό στις διαφορετικές τάσεις που θα καλύπτουν όλο το φάσμα της ευρύτερης Προοδευτικής Παράταξης. Και που, ανάλογα με την εποχή, τις ανάγκες της και κυρίως τη βούληση των μελών του, θα μπορεί στην ηγεσία του να έχει είτε τον «Κόρμπιν» είτε τον «Μακρόν», χωρίς αυτό να σημαίνει διχασμό και διάσπαση.

Σε μια χώρα που το κεντρικό της ίσως πρόβλημα είναι οι αδύναμοι θεσμοί, μόνο εύκολη δεν είναι μια τέτοια υπέρβαση. Αλλά πρωτίστως έχει να κάνει με τη μεγάλη εκλογική συρρίκνωση του χώρου και με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Οχι πως δεν υπάρχουν πολιτικές και προγραμματικές διαφορές, σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις ενδεχομένως και θεμελιακές. Ωστόσο οι διαφορές αυτές δεν είναι απαγορευτικές για τη συνύπαρξη σε έναν χώρο που προωθεί τη στρατηγική της εθνικής συνεννόησης και της κυβέρνησης ευρύτερης συνεργασίας. Συνήθως η επίκληση αγεφύρωτων πολιτικών αποτελεί το προκάλυμμα προσωπικών στρατηγικών και αντιτιθέμενων επιδιώξεων.

Ο Πάνος Σκοτινιώτης είναι νομικός, πρώην δήμαρχος Βόλου