Οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές της 8ης Ιουνίου στο Ηνωμένο Βασίλειο έκρυβαν εκπλήξεις, οι οποίες αποδείχθηκαν απρόβλεπτες όχι μόνο για τους περισσότερους πολιτικούς αναλυτές, αλλά και για τα ίδια τα κόμματα. Το αποτέλεσμα της κάλπης αποσταθεροποιεί τα μεταρρυθμιστικά σχέδια του κόμματος των Συντηρητικών για τα επόμενα χρόνια και θέτει σε αμφισβήτηση την πολιτική του σκληρού Brexit που προωθήθηκε από την πρωθυπουργό, καθώς και την ίδια τη νομιμοποίηση της πρωθυπουργού να διαπραγματευτεί τους όρους του Brexit στο όνομα του βρετανικού λαού.

Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στις ιδιαίτερες περιστάσεις της περιόδου αλλά και σε πολιτικές συμπεριφορές που δεν μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί από πριν. Συγκεκριμένα, οι πρώην ψηφοφόροι του ευρωσκεπτικιστικού κόμματος UKIP, το οποίο απώλεσε σχεδόν ολόκληρη τη δύναμή του, μοιράστηκαν ανάμεσα στους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς, παρόλο που η αρχική εκτίμηση ήταν ότι θα μεταφερθούν συλλήβδην στο συγγενές ευρωσκεπτικιστικό κόμμα των Συντηρητικών. Δεύτερον, η προσέλευση των νέων ψηφοφόρων ήταν μεγαλύτερη του συνηθισμένου και πιστώνεται κυρίως στον Κόρμπιν, ο οποίος είναι δημοφιλής στις νεανικές ηλικίες, αλλά ήταν και αντίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα του 2015 που έδωσε μεγάλη πλειοψηφία στους Συντηρητικούς. Oι εκλογές αυτές συνέπεσαν με μια πρωτοφανή αύξηση των «μεθοδικών ψηφοφόρων» (tactical voters), οι οποίοι, αν και δεν εκφράζονταν από τις ριζοσπαστικές ιδέες του Κόρμπιν, τον στήριξαν για να αποσταθεροποιήσουν την υπάρχουσα κυβέρνηση και τα σχέδιά της για σκληρό Brexit.

Οι επόμενες κινήσεις στο επίπεδο του κυβερνώντος κόμματος θα καθοριστούν από τα χρονικά περιθώρια των εσωτερικών και των διεθνών εξελίξεων. Δεδομένης της προσεχούς διαπραγμάτευσης μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το Brexit, η παραίτηση της Μέι και η εκλογή νέου αρχηγού αποκλείεται. Το Συντηρητικό Κόμμα είναι αναγκασμένο να πορευτεί με τη Μέι, η οποία εξασφάλισε τη στήριξη του ακραία συντηρητικού και ευρωσκεπτικιστικού κόμματος των Ενωτικών της Βόρειας Ιρλανδίας DUP για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Επόμενες εκλογές όμως μέσα στα επόμενα 2 χρόνια δεν αποκλείονται, καθώς η παρούσα κυβέρνηση είναι ασταθής και οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ ενδέχεται να προκαλέσουν μεγάλη οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα τους επόμενους μήνες.

Η πρωθυπουργός Τερίζα Μέι προσέφυγε σε εκλογές για να αυξήσει τη δυναμή της στο βρετανικό Κοινοβούλιο και για να αποκτήσει ισχυρή νομιμοποίηση διαπραγμάτευσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση στο όνομα του βρετανικού λαού. Το πείραμά της όμως απέτυχε και μαζί σηματοδότησε μελλοντικές εξελίξεις, οι οποίες ίσως κάνουν την πλειοψηφία του βρετανικού λαού να αλλάξει διάθεση για το Brexit και να προτιμήσει την ασφάλεια και σταθερότητα της παραμονής στην ΕΕ.

Ο Γιώργος Κράτσας είναι δικηγόρος Λονδίνου – διδάκτωρ Νομικής του University College London