Οποιος είχε και θώπευε αυταπάτες για το πόσο φιλολαϊκά κακόψυχοι είναι ορισμένοι, τις έχασε διαβάζοντας τι έγραψαν με αφορμή την παρακρατική(;) απόπειρα κατά Παπαδήμου και για τον θάνατο του πολύ σημαντικού πολιτικού άνδρα Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Θέλησαν να κρυφτούν, αλλά δεν τους άφησε η έντονη χαρά. Δεν άντεξαν να κρατήσουν τα προσχήματα του σεβασμού. Ούτε μασίφ ισλαμιστές να ήταν, μετά το Μπατακλάν.

Ενώ ένας σχεδόν αγράμματος άνθρωπος, ο Μάρκος Βαμβακάρης, θέλοντας να σατιρίσει την πολιτική τάξη, έγραψε και τραγούδησε την άνοιξη του 1936, λίγους μήνες πριν από τη δικτατορία Μεταξά, με θυμόσοφη διάθεση αλλά και με κάποια παιγνιώδη, λαϊκή ευγένεια, το «Οσοι γενούν πρωθυπουργοί», μιας και εκείνη τη χρονιά πέθαναν έξι πρώην πρωθυπουργοί, τρεις πριν από το άσμα και τρεις μετά: την 1η Φεβρουαρίου 1936 ο Γεώργιος Κονδύλης, τη 18η Μαρτίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τη 13η Απριλίου ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, τη 17η Μαΐου ο Παναγής Τσαλδάρης, τη 16η Σεπτεμβρίου ο Αλέξανδρος Ζαΐμης και τη 17η Νοεμβρίου ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου που είχε διατελέσει πρωθυπουργός για δέκα ημέρες. Ολοι μέσα σε έναν χρόνο, σε βαθμό που να μοιάζει σχεδόν με «εκκαθάριση» μιας ολόκληρης πολιτικής τάξης και τέλος εποχής που διέταξε ο επουράνιος εισαγγελέας.

Γράφει, λοιπόν, ο Μάρκος:

«Απέθανε ο Κονδύλης μας, πάει κι ο Βενιζέλος

Την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα ‘φερνε το τέλος…»

Το πιο ενδιαφέρον είναι η χρήση των ρημάτων, που απομυθοποιεί την πολιτική εξουσία και τα σχετικά αξιώματα και φέρνει τους πρώην πρωθυπουργούς στο μέτρο των κοινών θνητών: γράφει «πάει κι ο Βενιζέλος» –η λέξη «πάει», κατεβάζει τον ηγέτη στο επίπεδο του απλού ανθρώπου, τον απαμφιέζει από το αξίωμα, ενώ το ωραιότατο και κάπως μάγκικο «την πούλεψε κι ο Δεμερτζής» αποφλοιώνει τον βαρύ και σημαντικό άνδρα από κάθε πολιτική ισχύ, μεγαλείο και μυθολογία. «Την πούλεψε κι ο Δεμερτζής, που θα ‘φερνε το τέλος», τέλος όμως δεν υπάρχει παρά μόνο για τον καθένα ξεχωριστά και για όλους, κοινή γαρ η μοίρα και το μέλλον αόρατον.

Αλλά συνήθως κανένας και κυρίως οι εξουσιάζοντες δεν σκέφτονται το τέλος –γενικώς υπάρχει η άποψη ότι στην Ελλάδα τρώμε σαν να μην υπάρχει αύριο και χτίζουμε τεράστια σπίτια λες και θα υπάρχουμε αιώνια. Κι εξουσιάζουμε σαν να είναι να ζήσουμε με τα βουνά. Από εκεί προκύπτει και η Υβρις. Αλλά ο νταμπλάς έρχεται αιφνιδίως και βάζει πάντα τα πράγματα στη θέση τους. Γι’ αυτό και ο Αλεξανδρινός επαινεί τον βασιλέα κυρ-Μανουήλ τον Κομνηνό που «μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά»

και τότε έβγαλε τα βασιλικά του

ρούχα και ζήτησε να ντυθεί καλόγερος ώστε να πεθάνει έτσι, μέσα στην απλότητα:

«Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν

Και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν

Ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα».

Το λέει κάπως αλλιώς ο νομπελίστας Πάμπλο Νερούδα στο «Εστραβαγάριο»:

«Αριά και πού πρέπει να κάνουμε ένα λουτρό τάφου

Να βλέπουμε τη ζωή μας απ’ το ύψος του θανάτου μας».

Εμείς συνήθως έχουμε την άποψη ότι δεν ξέρουμε πόσο θα ζήσουμε, πάντως δεν θα πεθάνουμε ποτέ (κουφάλα νεκροθάφτη). Δεν έχει σημασία αν συμβαίνει σε άλλους, εφόσον είναι βέβαιο πως εμείς τελικά θα διαφύγουμε, οπότε έχουμε και το δικαίωμα να βρίζουμε τους αντιπάλους, ακόμα και όταν αυτοί μεταναστεύουν προς τα άνω. Ακόμα και ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι κάπως αυστηρός με τον Λαυρέντη, που προφανώς είναι φανταστικό (αλλά αντιπροσωπευτικό) πρόσωπο, γι’ αυτό και ο ποιητής επιτρέπει στον εαυτό του κάποια λογική (και πιθανώς δικαιολογημένη) σκληρότητα όταν γράφει στο «Επιτύμβιον»:

«Πέθανες κι έγινες κι εσύ: ο καλός, ο λαμπρός άνθρωπος

Ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων

Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

Α, ρε, Λαυρέντη, εγώ που μόνο ήξερα τι κάθαρμα ήσουν

Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα

Κοιμού εν ειρήνη, δεν θα ‘ρθω την ησυχία σου να ταράξω…»

Ο Αναγνωστάκης είχε ζήσει και γνωρίσει αρκετούς πολιτικούς απατεώνες ένθεν και ένθεν, και δεν είχε, τουλάχιστον προς τα γεράματα, καμιάν αυταπάτη. Κι ο Λαυρέντης του καλύπτει ανάλογα αστέρια όλου του φάσματος. Τουλάχιστον τώρα μπορούμε να το πούμε κι εμείς που έχουμε, πια, ζήσει όλες τις βασικές παρατάξεις. Αλλά βέβαια υπάρχουν πάντα και εξόχως σημαντικοί πολιτικοί με αξιοπρέπεια και πραγματικό πατριωτισμό –οι γενικεύσεις δεν ισχύουν, αλλιώς ξεπέφτουμε στον δασύτριχο λαϊκισμό, ή έστω στην κακοζηλία εκείνου που έγραψε σε ένα τοίχο των Εξαρχείων:

«Θάνος στους Μικρούτσικους». Τι του φταίνε;

Μπορεί απλώς να του άρεσε η σύλληψη, το λογοπαίγνιο, και δεν μπορούσε να αντισταθεί στο να το γράψει. Κι έπειτα ο Θάνος Μικρούτσικος εγκατέλειψε εγκαίρως την πολιτική, τουλάχιστον την ευθεία ανάμειξη.

Πολύ πιο προωθημένος, αυτοκριτικός και τραγικός είναι εκείνος ο ισπανός αριστερός που έγραψε σε τοίχο της Μαδρίτης: «Εναντίον του Φράνκο ήμασταν καλύτερα».

Αλλά για εκείνους τους φιλοαίματους ουμανιστές που δήλωσαν ότι θα επιθυμούσαν βόμβες στα πόδια του Παπαδήμου και του Στουρνάρα, μυκτήρισαν μετά θάνατον τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ή επαίνεσαν την απόπειρα κατά του Σόιμπλε, υπάρχει και γι’ αυτούς (καθώς και για όλους μας) το τέλος. Συχνά αναπάντεχο. Κι αυτοί θα την πουλέψουν. Και δυνητικά, υπάρχει για όλους μας το αμαξίδιο. Κανείς μας δεν ξέρει τι λένε τα άστρα για αύριο. Αν θα προκύψει και γι’ αυτόν το καροτσάκι, χωρίς ο ίδιος να έχει και τη δόξα του Σόιμπλε. Οπότε, σε αυτή την περίσταση υπάρχει, όχι βέβαια η πρωθύστερη και απαράδεκτη προστακτική των κοινωνικών δικτύων «ψόφα», αλλά οπωσδήποτε το κατάλληλο επιτύμβιο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου:

Πολλά φαγών και πολλά πιών και πολλά κάκ’ (κακά) ειπών ανθρώπους, κείμαι, Τιμοκρέων ο Ρόδιος.