…Το πλεόνασμα του Εθνικού Θεάτρου εν προκειμένω. Είναι είδηση ασχέτως αν θα περάσει –που θα περάσει –στα ψιλά. Είναι είδηση. Ιδιαίτερα σημαντική με δεδομένη τη μείωση της τιμής των εισιτηρίων που ορθώς επιτάσσει η κοινωνική πολιτική. Κι ακριβώς επειδή το οικονομικό έτος 2016 έκλεισε με το μικρό πλεόνασμα των 200.000 ευρώ, το Εθνικό ξαναμπαίνει σε δημοσιονομική τροχιά ως υγιής οργανισμός του δημοσίου τομέα.

Είμαστε, βλέπεις, κι εμείς που αγαπούμε το Εθνικό. Μας ενδιαφέρει το ρεπερτόριο του, οι δημιουργοί, οι συντελεστές, οι επιτυχίες κι οι αποτυχίες του. Μας ενδιαφέρει η πορεία του, το έργο του και πάνω απ’ όλα, το σήμερα και το αύριό του.

Οταν ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός ανέλαβε το πόστο του καλλιτεχνικού διευθυντή προανήγγειλε ένα «όραμα» που σε μεγάλο βαθμό υλοποίησε. Το Εθνικό συνεργάστηκε με άλλα δημόσια θέατρα όμως το Κρατικό Βορείου Ελλάδος, τη Λυρική Σκηνή και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Είδαμε συνεργασίες με το Μουσείο Μπενάκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Είδαμε παραστάσεις στις φυλακές Κορυδαλλού και σε μονάδες φιλοξενίας προσφύγων.

Ταυτόχρονα καθιερώνονται θεατρικά εργαστήρια για παιδιά κι εφήβους ενώ στη Σκηνή Νίκος Κούρκουλος είδαμε για πρώτη φορά έργα νέων ελλήνων συγγραφέων. Παράλληλα, ανακαινίζονται χώροι κι ανακατασκευάζονται αποθήκες, καμαρίνια, σκηνές.

Ομως το Εθνικό δεν είναι μόνο η πλατεία με τα κόκκινα βελούδα, δεν είναι μόνο το προσκήνιο των θεατών. Είναι και το παρασκήνιό του, ένα παρασκήνιο διαβόητο απ’ τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα. Πίσω από κουίντες και καμαρίνια, ο βυζαντινισμός, οι συνωμοσίες κι οι κλίκες ανέκαθεν έδιναν κι έπαιρναν. Ποια Λαίδη Μάκβεθ και ποια Δούκισσα του Μάλφι –εδώ μιλάμε πέφταν κεφάλια και δη με συνοπτικές διαδικασίες.

Οταν ο πατέρας μου Λουκής Ακρίτας ήταν υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, στη δικαιοδοσία του ανήκε και το υπουργείο Πολιτισμού. Με αφορμή τη νέα θητεία του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή, ο πατέρας μου δέχτηκε μια μεγάλη επίθεση από τους Παξινού – Μινωτή (δηλαδή τον Μινωτή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους). Κι αυτό επειδή πίστευε πως ο Δημήτρης Ροντήρης, αυτός ο μέγας θεατράνθρωπος, έπρεπε να είναι ο επόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Κι εκείνοι δεν τον ήθελαν. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Τα συντροφικά μαχαιρώματα και όχι μόνον ανήκουν στις λαμπρές παραδόσεις του έθνους και διαιωνίζονται μέχρι σήμερα, μπράβο βρε.

Οι τέσσερις τελευταίοι διευθυντές, ο Νίκος Κούρκουλος, ο Γιώργος Χουβαρδάς, ο Σωτήρης Χατζάκης και τώρα ο Στάθης Λιβαθινός, έκαναν καλή δουλειά στο Εθνικό. Ασχέτως αν τη σκυτάλη συνόδευε και κάνα μπινελίκι καμιά φορά. Οι πληγές των ανεκπλήρωτων οραμάτων δεν επουλώνονται εύκολα.

Ομως τώρα είναι η σειρά του Λιβαθινού. Ενός από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες αυτού του τόπου. Με παραστάσεις αγαπημένες από το κοινό και βραβευμένες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Με τη σκηνική μεταφορά του ομηρικού έπους που ταξίδεψε στην Ελλάδα και σε όλο τον πλανήτη αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές. Και που φέτος έκανε ένα εξαιρετικό σκηνοθετικό ντεμπούτο στην όπερα με την «Αΐντα» του Βέρντι στις Βρυξέλλες.

Το πλεόνασμα είναι είδηση. Οχι μόνο το οικονομικό, αλλά και το καλλιτεχνικό πλεόνασμα. Κι αυτή η χρονιά για το Εθνικό Θέατρο είναι πλεόνασμα. Οικονομικό. Και καλλιτεχνικό.

Τελικά, κάπου το πάει ο Λιβαθινός. Στην αφετηρία είναι ακόμα αλλά κάπου το πάει. Ας τον αφήσουμε ήσυχο τον άνθρωπο να ολοκληρώσει το έργο του και να το μοιραστεί με το κοινό.

Κι ας τον κρίνουμε στο τέλος της διαδρομής.