Η Ατλαντική Συμμαχία δομήθηκε πάνω στην ύπαρξη κοινών αξιών και συμφερόντων. Η αποτροπή της σοβιετικής απειλής και η ασφάλεια της Δυτικής Ευρώπης αποτέλεσαν στρατηγική προτεραιότητα της αμερικανικής στρατηγικής κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Για να αποτρέψουν τη φινλανδοποίηση της Ευρώπης, οι ΗΠΑ εγγυήθηκαν με τη στρατηγική πυρηνική τους ομπρέλα την άμυνα της Ευρώπης.

Η οικονομική ανοικοδόμηση και ανάπτυξη της Ευρώπης αποτέλεσε επίσης κοινό συμφέρον. Η δημιουργία μιας οικονομικά ισχυρής και ενωμένης Δυτικής Ευρώπης ήταν αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση της σοβιετικής απειλής.

Υπήρχε, βέβαια, μια θεμελιώδης διάκριση στις αμερικανικές προσεγγίσεις αναφορικά με την ευρωπαϊκή ενότητα. Στον οικονομικό τομέα οι ΗΠΑ συνέβαλαν στη δημιουργία ενός ευρωκεντρικού μοντέλου, ενώ αντίθετα στον τομέα άμυνας και ασφάλειας εδραίωσαν το ατλαντικό μοντέλο. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποδέχθηκαν ασμένως το ατλαντικό μοντέλο στην άμυνα και την αμερικανική αποτρεπτική ομπρέλα. Αφενός γιατί το μέγεθος της σοβιετικής απειλής έκανε απαραίτητη την αμερικανική αμυντική εγγύηση και αφετέρου γιατί η εγγύηση αυτή απελευθέρωνε ευρωπαϊκά κονδύλια για την οικονομική ανοικοδόμηση.

Παρά την ύπαρξη κοινών συμφερόντων, οι ευρωαμερικανικές σχέσεις δεν έμειναν ανεπηρέαστες από την εξέλιξη των ευρύτερων σχέσεων Ανατολής – Δύσης. Για τον λόγο αυτόν, η Ατλαντική Συμμαχία λειτουργούσε αρμονικά σε περιόδους έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ – Σοβιετικής Ενωσης, αλλά παρουσίαζε ρήγματα σε περιόδους ύφεσης. Επίσης, η επέκταση της συμπαράταξης σε διεθνή θέματα, πέραν της ατζέντας της Ατλαντικής Συμμαχίας, δημιούργησε αρκετά προβλήματα στις σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου τα πράγματα παρέμειναν λίγο ώς πολύ τα ίδια. Στον οικονομικό τομέα το μοντέλο του ευρωκεντρισμού συνεχίστηκε και επιτάθηκε με την οικονομική και νομισματική ενοποίηση. Στον τομέα της άμυνας ο ατλαντικός πυλώνας ενισχύθηκε. Πρώτον, από τον φόβο των Ευρωπαίων για επανεθνικοποίηση της άμυνας και ασφάλειας της Ευρώπης σε περίπτωση διάλυσης του ΝΑΤΟ και αποχώρησης των Αμερικανών από την Ευρώπη. Δεύτερον, λόγω του ακαθόριστου ρόλου και των προθέσεων της Ρωσίας στη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη. Και τρίτον, λόγω της ανικανότητας των Ευρωπαίων να αντιμετωπίσουν την πρώτη μεταψυχροπολεμική κρίση σε ευρωπαϊκό έδαφος, την κρίση της Γιουγκοσλαβίας.

Σήμερα, μια σειρά από θέματα, όπως η συνεισφορά στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ, η αποχώρηση από τη Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή και ο ευρωσκεπτικισμός του Τραμπ, δοκιμάζουν την ευρωατλαντική συνεργασία. Η κυβέρνηση Τραμπ βλέπει με καχυποψία την καντιανή Ευρώπη με την έμφαση στους διεθνείς θεσμούς και την πολυμερή διπλωματία. Βλέπει, επίσης, τις εμπορικές συναλλαγές ως παίγνια μηδενικού αθροίσματος. Ολα αυτά δημιουργούν αναμφίβολα τριβές στις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Η πρόκληση της Ρωσίας και της Κίνας, όμως, αλλά και η ισλαμική τρομοκρατία καθιστούν αναγκαία την ευρωατλαντική συμβίωση.

Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής πανεπιστημίου και πρώην υπουργός