Ποτέ άλλοτε τις τελευταίες δεκαετίες –με εξαίρεση ίσως τα πρώτα χρόνια των Mνημονίων –το χάσμα ανάμεσα στην πραγματική κατάσταση της οικονομίας και του αφηγήματος της κυβέρνησης δεν ήταν τόσο μεγάλο. Με βάση αυτό η έξοδος της χώρας από την κρίση είναι τόσο κοντά ενώ στην πραγματικότητα απέχει ακόμη πολύ. Την απόσταση αυτή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προσπαθεί να καλύψει ασκώντας μια επικοινωνιακή πολιτική διαχείριση που καταλήγει να γυρίζει μπούμερανγκ για την ίδια αλλά και για την χώρα.

Κάπως έτσι από το σύνθημα «Ούτε ένα ευρώ επιπλέον λιτότητας» καταλήξαμε στα νέα μέτρα ύψους 4,9 δισ. ευρώ. Στη συνέχεια το περίφημο «Δεν ψηφίζω τίποτα χωρίς λύση για το χρέος» μεταμορφώθηκε στο Δεν θα εφαρμόσουμε τα μέτρα χωρίς λύση για το χρέος, για να μεταλλαχθεί αμέσως μετά στην τωρινή νέα βερσιόν Δεκτή μόνο μία λύση που θα εξασφαλίζει άμεσα έξοδο στις αγορές. Μεταξύ των μεταλλάξεων αυτών είχαν προηγηθεί, βεβαίως, κάποια καταστροφικά Eurogroup για την κυβέρνηση στα οποία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί και να ψηφίσει μέτρα χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Τώρα η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με μία νέα συμφωνία η οποία και λύση για το χρέος δεν θα δίνει και σε ένα νέο Mνημόνιο φαίνεται ότι θα οδηγεί αν τελικά η χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα μετατεθεί για μετά τον Σεπτέμβριο του 2018 που λήγει το υφιστάμενο.

Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί και τώρα, στο παραπέντε, και ενώ η χώρα καίγεται για μια συμφωνία με τους δανειστές για να καλύψει τις υποχρεώσεις της τον Ιούλιο, να επιδίδεται σε επικοινωνιακού τύπου διαχείριση του αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει από τους έως τώρα χειρισμούς της. Πίσω από το νέο σύνθημα «Δεκτή είναι μόνο μία καθαρή λύση διασφάλισης της εξόδου στις αγορές» βρίσκεται η πρόθεσή της να αποδεχθεί μία οποιαδήποτε συμφωνία που θα μπορεί να εμφανισθεί ως βιώσιμη λύση, ακόμη και αν δεν είναι κατά το πρότυπο των αντιμέτρων. Την ίδια ώρα όμως παίζει και με τη φωτιά αφήνοντας να εννοηθεί ότι μπορεί να προκαλέσει θερμό επεισόδιο με τους δανειστές αν οι αποφάσεις τους για το ελληνικό χρέος κριθούν πολιτικά μη διαχειρίσιμες από την ίδια.

Βεβαίως, η χώρα χρειάζεται μια νέα ρύθμιση του χρέους της για να τα βγάλει πέρα στις επόμενες δεκαετίες αλλά οι δανειστές με πρώτη από όλους τη Γερμανία έχουν διαμηνύσει σε όλους τους τόνους πως μια τέτοια ελάφρυνση θα αποφασισθεί και θα εφαρμοσθεί μετά τη λήξη του σημερινού προγράμματος. Η αλήθεια είναι ότι το χρονοδιάγραμμα αυτό κάθε άλλο παρά συμβαδίζει με τους εκλογικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης, πολύ περισσότερο μετά τα νέα μέτρα λιτότητας που ψήφισε για να εφαρμοσθούν τη διετία 2019-2020. Ομως ούτε η καλλιέργεια νέων ευφάνταστων επιτυχιών με προδιαγεγραμμένη σύντομη ημερομηνία λήξης ούτε ένα κλίμα σύγκρουσης με τους δανειστές θα ήταν τώρα προς το συμφέρον της χώρας.

Και τα δύο αυτά ενδεχόμενα θα συντελούσαν στη διαιώνιση της αβεβαιότητας και θα ενίσχυαν την έλλειψη αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας προς τις διεθνείς αγορές. Την έλλειψη ρεαλισμού την έχει πληρώσει πολύ ακριβά η χώρα και δεν αντέχει άλλα χαμένα χρόνια.