Η τάση του διχασμού ανήκει στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Οπως θυμίζει ο Θανάσης Διαμαντόπουλος στη συναρπαστική πρόσφατη σειρά μονογραφιών του με τίτλο «10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων», ο 20ός αιώνας ήταν διάστικτος από μεγάλες διαμάχες που ανακάτευαν σε ένα εκρηκτικό μείγμα ιδεολογίες, συμφέροντα, τοπικιστικούς και ταξικούς παράγοντες, προσωπικές αντιπαλότητες, βίαια ορμέμφυτα. Από τον μεγάλο διχασμό ώς τον Εμφύλιο, από την εθνικοφροσύνη ώς την επιβίωση ενός σκληρού κομμουνιστικού κινήματος, από τις δικτατορίες ώς τον διαμοιρασμό των ιματίων της Μεταπολίτευσης, η πολιτική διαπάλη διέθετε ή έπαιρνε με τεχνητό τρόπο (ας θυμηθούμε τα διάφορα «σκληρά ροκ» των εκάστοτε κομμάτων της αντιπολίτευσης) χαρακτήρα μετωπικής αντιπαράθεσης. Το στοιχείο αυτό έχει εμποτίσει και τα κοινωνικά ήθη, και την κοινοβουλευτική αντιπαράθεση, και τον ρόλο του Τύπου, και τη στάση μας έναντι του «ξένου παράγοντα», τον οποίο ανέκαθεν αντιμετωπίζαμε όχι ως εταίρο αλλά είτε ως σωτήρα είτε ως εκμαυλιστή.

Τίποτα καινούργιο λοιπόν στην ένταση και προσωποποίηση των πολιτικών παθών και στην πρόσδοση σχεδόν μεταφυσικού χαρακτήρα στην πολιτική αντιπαλότητα. Οταν, για να μείνουμε στον 20ό αιώνα, μορφές σαν τον Βενιζέλο παρομοιάστηκαν με τον Εωσφόρο, αναθεματίστηκαν επισήμως από την Εκκλησία και έγιναν πολλές φορές στόχοι δολοφονικών επιθέσεων, όταν η πολιτική οδήγησε στα όπλα μεταξύ αδελφών, όταν η πιο γνωστή τρομοκρατική οργάνωση πήρε το όνομα της πιο γενναίας πράξης αντίστασης κατά της ανελευθερίας, όταν και στις πολύ ομαλότερες περιόδους της Μεταπολίτευσης η μάχη των κομμάτων εξουσίας έπαιρνε διαστάσεις σύγκρουσης κόσμων (και οι μόνοι που δεν το έκαναν –σκέφτομαι τον Σημίτη –λοιδορούνταν πρώτα από τις δικές τους παρατάξεις), είναι τουλάχιστον ανιστόρητο να ανακαλύπτουμε σήμερα, επ’ αφορμή της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων, ότι η πολιτική τάξη και η κοινωνία είναι βαθιά διαιρεμένες. Οι αφορμές ποτέ δεν λείπουν –και η βίαια μετάβαση σε μια εποχή ανέχειας, εξάρτησης και κλειστών οριζόντων δεν είναι απλώς αφορμή –όταν κανείς δεν αγωνίζεται να αλλάξει το ιστορικό, πολιτικό και ιδιοσυγκρασιακό υπέδαφος.

Η παρούσα κυβέρνηση δεν έφερε μόνη της τον διχασμό, προσέθεσε όμως ή ενίσχυσε επικίνδυνα στοιχεία. Η πολιτική εναλλαγή του 2015 συνοδεύτηκε από πολύ μεγαλύτερη ανοχή στη -φραστική αλλά όχι μόνο –επιθετικότητα στο όνομα της υπεράσπισης της «γνησιότητας» της «πρώτη φορά Αριστεράς». Εγινε και γίνεται συστηματική χρήση του Διαδικτύου ως εργαλείου ευτελισμού της πολιτικής, προπαγάνδας, καταρράκωσης του αντιπάλου. Η αναζητούμενη «ταξικότητα» στην άσκηση της εξουσίας συνδυάστηκε με μια χαμηλή, στα όρια της χυδαιότητας, αισθητική –σάμπως η χυδαιότητα να ήταν εγγενές κι αξιοζήλευτο χαρακτηριστικό των κοινωνικών ομάδων που ήθελε να εκφράσει η κυβέρνηση. Δεν είναι φυσικά η χυδαιότητα ως μορφή άσκησης εξουσίας που όπλισε τα χέρια επίδοξων δολοφόνων. Ακόνισε όμως τα μαχαίρια του διχασμού, διοχετεύτηκε στη δημόσια και ιδιωτική συμπεριφορά, απελευθέρωσε χαμηλά ένστικτα.

Η χυδαιότητα της έκφρασης, άρα και της ψυχής, δεν είναι ίδιον ενός κόμματος ή ενός ανθρώπινου τύπου. Ομως, όποιο κόμμα και όποιοι άνθρωποι και αν βρίσκονται στην εξουσία, έχουν χρέος να μην την αφήνουν να γίνει η νέα νόρμα. Γιατί από τη χυδαιότητα ώς την αγριότητα, κι από εκεί σε μια ακόμα εθνική περιπέτεια, μπορεί, σε οριακές εποχές, να μην είναι παρά ένα tweet δρόμος.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος