Ηταν απαραίτητη η διευκρίνιση στο πρωθυπουργικό tweet αλλά και στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο συντάκτης του με το θύμα ότι καταδικάζει «απερίφραστα» την τρομοκρατική επίθεση; Ηταν. Γιατί κάτι που οπουδήποτε αλλού στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι αυτονόητο, η χωρίς εκπτώσεις καταδίκη της βίας, στη χώρα μας υπόκειται στη δοκιμασία του σχετικισμού. Ακόμη χειρότερα, η φυσική βία δεν δικαιολογήθηκε απλώς, αλλά υποδαυλίστηκε από μια ρητορική που όμοιά της είχε να γνωρίσει πολλές δεκαετίες αυτός ο τόπος.

Το κοντράστ είναι πολύ δυνατό για να περάσει απαρατήρητο: την ώρα που ο Πρωθυπουργός καταδικάζει «απερίφραστα» τη βία, υπουργοί του εξακολουθούν να επιδίδονται σε εμφυλιοπολεμικές ασκήσεις σαν άλλοι κήρυκες του διχασμού και του μίσους, όπως άλλοι εξασφάλισαν στο παρελθόν υπουργικά οφίτσια ως θεωρητικοί της καλής βίας. Η ρητορική αυτή διαχέεται και αναπαράγεται στην κοινωνία δηλητηριάζοντας τα πιο ευεπίφορα από τα μέλη της. Και μπορεί ο δρόμος από εκείνο το σημείο έως την τρομοκρατία να είναι μακρύς, αλλά όπως αποδείχθηκε δεν είναι κλειστός.

Η τρομοκρατική επίθεση κατά του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου έδωσε στην κοινωνία μας ένα μάθημα, ευτυχώς λιγότερο αιματηρό απ’ όσο θα ήθελαν οι επίδοξοι δολοφόνοι, αλλά πάντως πικρό. Από το μάθημα αυτό έχει έρθει η ώρα να αντλήσουμε τα διδάγματά μας όλοι, πολίτες, οργανώσεις, μέσα ενημέρωσης και –κυρίως –εκείνοι οι πολιτικοί που πλειοδότησαν σε έναν λόγο, ο οποίος δεν έχει καμία θέση σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Για να βρει επιτέλους και εκείνο το πρωθυπουργικό «απερίφραστα» το πραγματικό του, συλλογικό νόημα.