Κάποτε, το 2013, μπροστά από την πύλη του ραδιομεγάρου της ΕΡΤ φώναζε «υφίσταμαι βία. Υφίσταμαι βίααα. Βοήθεια». Την υφίστατο –κατά τα λεγόμενά της –από «μια ολόκληρη διμοιρία αστυνομικών». Τι κι αν στο βίντεο –γιατί υπήρχε ντοκουμέντο –έβλεπε κανείς απλά δυο – τρεις αστυνομικίνες να της λένε «κάντε λιγάκι πίσω, σας παρακαλώ»; Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είχε πάρει το απαραίτητο αξεσουάρ της εποχής –την ντουντούκα –και κατήγγελλε ότι έπεφτε θύμα βίας. Τότε, έπρεπε όλοι να καταδικάσουν τη βία. Των αστυνομικίνων που τολμούσαν να εκλιπαρούν τη Ζωή να πάει λίγο πιο πίσω. Το Σάββατο, πάλι, η ίδια ενημέρωσε ότι εκείνη δεν θα βγει να καταδικάσει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ετσι ξεκινούσε η ανάρτηση – σχόλιο για την τρομοκρατική επίθεση κατά του Λουκά Παπαδήμου. Εγραφε ανάμεσα στα άλλα: «Καταδικάζω σε ολόκληρη τη ζωή μου τη βία εναντίον των πολιτών και της δημοκρατίας, τη βία των Μνημονίων. Καταδικάζω τη βία της οικονομικής δολοφονίας του λαού μας. Τη βία της επιβολής του «Ναι σε όλα»». Σύμφωνα, λοιπόν, με την «ανάλυσή» της, δεν έπρεπε να καταδικάσει την απόπειρα κατά της ζωής του πρώην πρωθυπουργού επειδή πιστεύει πως ήταν «δοτός μνημονιακός πρωθυπουργός που κατέλαβε το αξίωμα με πραξικόπημα και υπηρέτησε πιστά τη μνημονιακή τυραννία». Α! Και τον απειλούσε κιόλας πως «όταν αποκατασταθεί η δημοκρατία και λειτουργήσει η Δικαιοσύνη στη χώρα, θα κριθεί». Δεν ξέρω αν η Κωνσταντοπούλου ευελπιστεί να αυτοανακηρυχθεί πολιτικός φορέας της εγχώριας τρομοκρατίας, όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Το μόνο σίγουρο είναι πως, όποτε μιλάει, συνειδητοποιεί κανείς πόσο ανατριχιαστικά πολλά κοινά έχει με τον Ντόναλντ Τραμπ. Απευθύνεται στους πολιτικούς της αντιπάλους με ρητορική που αγγίζει τα όρια του λεκτικού μπούλινγκ. Πουλάει αντισυστημισμό μέσα από την ασφάλεια που της παρέχει το σύστημα. Και, εντέλει, περιφρονεί βαθιά τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας.

Λουλού

«Γιώργο μου, εγώ δεν είμαι καμιά λουλού, που ο πατέρας μου και η μάνα μου με έκαναν πολιτικό. Ο πατέρας μου κι η μάνα μου σκοτώθηκαν για να σπουδάσω. Ξέρω την πιάτσα, του γιαπιού είμαι εγώ. Να εξηγούμαστε. Ντάξει; Να λέμε «καμία ωραιοποίηση αλλά και καμία καταστροφολογία», υπάρχει σχέδιο να βγούμε από την κρίση». Γιάννης Μπαλάφας στον Γιώργο Αυτιά. Ο υφυπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής (αφού παρέδωσε ένα μάθημα δημοσιογραφίας στον Γιώργο του, που δεν του ζητάει –sic –να μη λέει τα αρνητικά, του ζητάει απλά να λέει και τα άλλα) με αυτό το δυνατό επιχείρημα, ότι δεν είναι καμιά λουλού, έκλεισε τη συνέντευξη. Δεν το συζητώ. Το εκλογικό σώμα κοιμάται πια ήσυχο. Αφού ο Μπαλάφας είναι του γιαπιού, κοντεύουμε στο μετατροϊκανό ξέφωτο, για να χρησιμοποιήσω μια αγαπημένη συριζαϊκή ατάκα από τον καιρό της αντιπολίτευσης.

Γλώσσα

«Εμείς το ομολογούμε. Λέμε ότι η χώρα βρίσκεται σε κηδεμονία, επιτροπεία. Ουσιαστικά στα δημοσιονομικά συγκυβερνάμε με τους θεσμούς, με την τρόικα. Πολλές φορές μας πιάνουν το χέρι και μας γράφουν το νομοσχέδιο». Αυτό είναι ένα τυπικό δείγμα «μεταφορικού λόγου». Ενα πρότυπο «λεκτικής υπερβολής» προκειμένου να περιγραφεί πόσο «σκληρές είναι οι συνθήκες επιτροπείας στις οποίες βρίσκεται η χώρα από το 2010». Την παραπάνω γλωσσολογική ανάλυση έκανε, από το πλατό του Σκάι, ο διευθυντής της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Ζαχαριάδης. Για να μπαλώσει όσα είχε προηγουμένως δηλώσει στον Βήμα FM, ότι τους γράφουν δηλαδή τα νομοσχέδια οι δανειστές. Οφείλει να του αναγνωρίσει κανείς πως, αν και δεν είναι δυνατός στα νέα ελληνικά, έχει φαντασία. Απέφυγε, αν μη τι άλλο, να χρησιμοποιήσει το κλισεδάκι «παρερμηνεύθηκαν οι δηλώσεις μου».

Ατσούμπαλος

Ο Τέρενς Κουίκ, ενώ ετοίμαζε βαλίτσες για Αυστραλία, έδωσε μια συνέντευξη στο ομογενειακό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο SBS. Τον ρώτησε, λοιπόν, η δημοσιογράφος αν χορεύει ελληνικούς χορούς, γιατί εκεί χορεύουν πολύ, κι έλαβε την απάντηση: «Χορεύω και μάλιστα πρέπει να σας πω ότι ήμουν από τους πολύ καλούς χορευτές στην Ιόνιο Σχολή που τελείωσα, από κερκυραϊκό μέχρι κρητικό, αλλά είμαι λίγο άχαρος και λόγω σωματικής κατασκευής. Οπότε θα παρακολουθήσω με πολύ ενδιαφέρον εάν και εφόσον γίνει (…) προτιμώ δηλαδή να θαυμάσω εσάς πώς θα χορεύετε, παρά εσείς εμένα που χορεύω λίγο ατσούμπαλα». Ε, όχι! Να χορέψει ο υφυπουργός, μην ντραπεί. Η Μάρθα Γκράχαμ, «η χορεύτρια του 20ού αιώνα», σύμφωνα με το «TIME», άλλωστε, έλεγε πως «οι μεγάλοι χορευτές δεν είναι μεγάλοι εξαιτίας της τεχνικής τους. Είναι μεγάλοι εξαιτίας του πάθους τους». Και μετά να ανεβάσει και το βίντεο στο twitter.