Είμαστε η χώρα που εμβολιάζουμε το γατάκι μας, αλλά δεν εμβολιάζουμε το παιδί μας. Που διώχνουμε το προσφυγόπουλο από το σχολείο, μη μας κολλήσει κόρυζα, αλλά κρατάμε το σπλάχνο μας ανεμβολίαστο κι απ’ τα κόκαλα βγαλμένο των Ελλήνων τα ιερά. Που στειρώνουμε τον σκύλο μας, μη μας τη σπάει με τον οίστρο του, αλλά αφήνουμε την κόρη μας να εγκαινιάσει τη σεξουαλική της ζωή άφκιαστη κι αστόλιστη του Χάρου δεν σε δίνω. Απληροφόρητη για τα περί αντισύλληψης, πρόβατο επί σφαγή για κάθε αναισθησιολόγο του Βορειοανατολικού Αιγαίου, που αν έχει τα κέφια του καλώς, αλλιώς να σας ζήσει ο μπέμπης της μπέμπας σας.

Πόσο έχεις μεγαλώσει και κάνεις πια και μιζανπλί! Παλιά το εμβόλιο το λέγαμε βατσίνα και μετράγαμε μια εμπύρετη βδομάδα με το μπράτσο μας να πυορροεί, προφυλαγμένο από ένα κουτάκι σπίρτα, κολλημένο ανάποδα με λευκοπλάστια που φαγουρίζανε. Γιατί ο πατέρας μας, παλιάς κοπής γιατρός, δεν χαμπάριαζε από μα και μου και μπαμπά θα πονέσει. Μας έβαζε κάτω με τη σύριγγα κι ύστερα μας έδειχνε από τι μας γλίτωσε το εμβόλιο που μας έμπηξε με το ζόρι. Θυμάμαι τους άτλαντες με τα λοιμώδη νοσήματα που σήμερα τα συναντάς μόνο στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Να μια πραγματικά ρομαντική ιστορία! Οι αγαπημένες μου ηρωίδες είχαν κοντέψει να πεθάνουν όλες από οστρακιά.

Μα πιο πολύ μου άρεσε το παραλήρημα από τον πυρετό, τις πρώτες ημέρες μετά τον εμβολιασμό. Εκεί καταλαβαίνεις τον πραγματικό χαρακτήρα του παιδιού. Οι αδελφές μου την ακούγανε σε στυλ Ριχάρδος ο Γ’ και σπαρταρούσαν για ένα άλογο οι καημένες, ενώ εγώ πάθαινα ναυτία δεμένη στον τροχό, σαν την Εσμεράλδα στην Παναγία των Παρισίων.

Το βασίλειό μου για μια κατσίκα! Να με πηγαίνει βόλτα μέχρι το χείλος του γκρεμού. Τι καθαρά που φαίνονται όλα όταν στέκεσαι στο χείλος του γκρεμού! Βλέπεις τα τωρινά, αλλά βλέπεις και τα παλιά και τα μελλούμενα. Πριν από τα εμβόλια, το προσδόκιμο ζωής ήταν τα πενήντα. Μετά τα εμβόλια, έχει καβαντζάρει τα ογδόντα πέντε και πάει. Αντε. Θα πηδήξεις μόνος σου ή να σου δώσω μια μικρή ώθηση;