Ερωτήματα πολλά βουίζουν στ’ αφτιά μας από το βράδυ της Πέμπτης, μετά το τρομοκρατικό χτύπημα με στόχο τον Λουκά Παπαδήμο.

Είναι, πρώτα, όλα αυτά τα «επιχειρησιακά» ερωτήματα για το πώς και το γιατί έφθασε η παγιδευμένη επιστολή στα χέρια του υποψήφιου θύματός της. Αλλά ας αφήσουμε τα ερωτήματα να τα απαντήσει η έρευνα των ειδικών.

Είναι και το ερώτημα: γιατί επελέγη ως στόχος ο Παπαδήμος; Ως τραπεζίτης; Μα εκείνος έχει υπηρετήσει (και στη Βοστώνη, και στην Αθήνα, και στη Φρανκφούρτη) σε οργανισμούς που ασκούν δημόσιο έλεγχο επί του τραπεζικού συστήματος. Ως πολιτικό πρόσωπο, ως εκπρόσωπος του «σάπιου πολιτικού συστήματος» ή της «προδοτικής πολιτικής τάξης», όπως αποκαλούν τους πολιτικούς στη δανεισμένη από τη φασιστική ακροδεξιά γλώσσα οι ομάδες της «επαναστατικής βίας»; Μα εκείνος δεν είναι καν, κι ούτε ήταν ποτέ, πολιτικός.

Ανέλαβε δύσκολες εθνικές αποστολές –το 1994 ως διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, όταν η χώρα ταλαντευόταν μεταξύ παραπομπής στο ΔΝΤ και συμμετοχής στην ευρωζώνη, και το 2011 ως πρωθυπουργός μιας mission impossible κυβέρνησης. Κι αν δικαιούται κανείς να διαφωνεί με τον στόχο αυτών των αποστολών, είναι αδύνατον να μην του αναγνωρίσει πως έκανε αυτό που του ζητήθηκε με ασυνήθιστη για τα ελληνικά μέτρα αποτελεσματικότητα και ακόμη πιο ασυνήθιστη σεμνότητα και μετριοπάθεια, αθόρυβα σχεδόν. Κι έπειτα απεσύρθη από την πολιτική ζωή, πάλι χωρίς θόρυβο. Ισως ως το πιο ακραίο αντι-υπόδειγμα στα ελληνικά πολιτικά ήθη.

Γιατί, λοιπόν, κατέστη στόχος; Δεν έχω απάντηση. Και αμφιβάλλω αν το ίδιο το ερώτημα έχει νόημα, αφού για να το απαντήσεις θα έπρεπε να αναγνωρίσεις λογική στην παράλογη βία και αιτιολόγηση στην τρομοκρατία.

Κι έπειτα είναι το ερώτημα που συζητήθηκε περισσότερο αυτές τις ώρες: Συσχετίζονται, με κάποιο τρόπο, η φυσική βία της τρομοκρατίας και η καθημερινή, πληθωρική βία που χαρακτηρίζει τον δημόσιο λόγο, ιδίως τα τελευταία επτά μνημονιακά χρόνια; Η βιαιότητα του λόγου εναντίον του Λουκά Παπαδήμου («χούντα», «δοτός», «άνθρωπος των τραπεζών», «εκλεκτός της Γκόλντμαν Σαξ») τότε, στη σύντομη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, έχει κάποια σχέση με τη στοχοποίησή του; Κι εκείνα τα προχθεσινά tweets του Παύλου Πολάκη («γκεσταπίτες, μενουμευρωπαίοι, βαστασοϊμπλέδες…») έχουν κάποια σχέση με τη βία εναντίον του ανθρώπου τον οποίο έσπευσε να επισκεφθεί στο νοσοκομείο ο συγγραφεύς των tweets;

Ας μείνουμε λογικοί. Δεν οπλίζει ο βίαιος πολιτικός λόγος το χέρι του εγκληματία που ασκεί βία. Δεν έχει ανάγκη ο δολοφόνος από αγορεύσεις στη Βουλή για να εμπνευστεί. Αλλά αυτός ο λόγος – δηλητήριο που τόσα χρόνια, πρωί ώς βράδυ, χύνεται στις φλέβες μας είναι βέβαιο πως δημιουργεί ένα περιβάλλον ανοχής στο αποτρόπαιο. Εναν εθισμό στο ακραίο. Μια μαθητεία στο μίσος. Κι ίσως δημιουργεί και την προσδοκία της κοινωνικής επιβράβευσης στον ακατοίκητο νου του τρομοκράτη.

Κι έπειτα είναι κι άλλα, πολλά ερωτήματα. Με τη σημασία τους όλα. Μα κρατώ προπάντων αυτό: Τι διαιωνίζει και μεταλαμπαδεύει από γενιά σε γενιά τη γοητεία της βίας, τη λαγνεία της «επαναστατικής» αυτοδικίας; Γιατί μέσα σε μια Ευρώπη που αντιμετωπίζει τη διεθνοποιημένη απειλή της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, η Ελλάδα παραμένει η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που διατηρεί γηγενείς, εθνικούς πυρήνες μιας ιδιότυπης τζιχάντ κατά της δημοκρατίας;

Η οργάνωση από την οποία όλα ξεκίνησαν, η 17 Νοέμβρη –όπως λέει ο καλύτερος μελετητής του φαινομένου, ο Μπρέιντι Κίσλινγκ –ονειρευόταν να χρησιμοποιεί συμβολική βίαγια να εμπνεύσει τις μάζες να ξεσηκωθούν εναντίον του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Αλλά η επανάσταση δεν συνέβη ποτέ. Και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η 17 Νοέμβρη είχε γίνει μια συμμορία ληστών τραπεζών που πάλευε να διατηρήσει τον μυστηριώδη χαρακτήρα της με βομβαρδισμούς και φόνους. Γιατί, λοιπόν, αυτό το αιματοβαμμένο φιάσκο βρίσκει ακόμη θαυματές και επίδοξους συνεχιστές; Γιατί η παράδοσή της και η βία που επαγγελλόταν μένουν ζωντανές στην πολιτική κουλτούρα κάθε νέας γενιάς;

Είμαι αναρμόδιος να απαντήσω. Μα πώς μπορεί, ακόμη κι ένας αναρμόδιος, να παρακάμψει το ερώτημα;