Επέστρεφα πριν από λίγες ημέρες από την πρώτη εκδρομή της καλοκαιρινής ατζέντας. Πίσω μου, στις «αεροπορικές» θέσεις του ταχύπλοου, καθόταν μητέρα με την, κατά προσέγγιση, δεκάχρονη κόρη της. Η μαμά γύρω στα 45. Χαρακτηριστικό δείγμα γυναίκας που παραμένει «κορίτσι» σε όλες τις ηλικίες. Με σωματοδομή «σανίδα εμπρός, σανίδα πίσω», μακριά, ίσια, λιτή, σκούρα κώμη και τάμα στο allure της τραβηγμένης από τα μαλλιά εφηβείας. Ενδυματολογικά, πανομοιότυπη με τη μικρή. Τζιν χαλαρό, μαρινιέρα, πάνινα all star και ούτε ίχνος μακιγιάζ. Οταν έγειρα προς τα πίσω το κάθισμά μου (αφού το ίδιο είχε κάνει και ο μπροστινός μου) με απέτρεψε με ένα «Αχ γλυκιά μου, μην το κάνεις αυτό». Το «γλυκιά» όχι της οικειότητας αλλά του «δεν έχω αφομοιώσει ακόμη το Live Aid ούτε καν το Γούντστοκ». Μουρμούρισα κάτι μέσα από τα δόντια μου, ενώ ήδη είχα βρει έναν τρόπο για να περάσει η ώρα μου. Θα έστηνα αφτί.

Η κόρη είχε απορίες τηλεοπτικού περιεχομένου. Ρωτούσε τη μητέρα της αν είναι παντρεμένη η μια τηλεπαρουσιάστρια, αν έχει παιδιά η άλλη, πόσων χρονών είναι η παράλλη. Η γυναίκα – κορίτσι – μαμά απαντούσε χαλαρά με μια συγκαταβατική αποστασιοποίηση, αυτή που θα διακατείχε τη Μαρία Αντουανέτα όταν έβαλε στην ίδια πρόταση το «ψωμί» και το «παντεσπάνι». Μάλλον δεν απαντούσε ακριβώς γιατί ισχυριζόταν, γελώντας, ότι δεν έχει σχέση με «αυτά». Μου φάνηκε όμως ότι η βαθιά, τρυφερή, ομολογουμένως ραδιοφωνική φωνή της υψώθηκε επιδεικτικά καθώς έλεγε: «Αγάπη μου, δεν τις ξεχωρίζω αυτές τις ξανθιές. Ετσι όπως ντύνονται και μακιγιάρονται, μου φαίνονται όλες ίδιες». Στη συνέχεια μιλούσαν για κάποιες δημιουργικές, εναλλακτικές κατασκευές που δεν κατάλαβα γρι, μέχρι που πήρε τηλέφωνο ο μπαμπάς. Γλυκύτατη η γυναίκα – κορίτσι – μαμά – σύζυγος ίσα που πρόλαβε να του πει πόσο τους είχε λείψει. Γιατί η μικρή άρπαξε το τηλέφωνο και, σε τόνο Κρουέλα ντε Βιλ, έδωσε σαφή και αδιαπραγμάτευτη διαταγή στον πατέρα της: «Να πας τώρα να δεις «Survivor» για να μου πεις τι έγινε. Δεν με νοιάζει αν έχεις δουλειά. Τώρα να πας. Ακούς τι σου λέω;». Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά. Ετσι κι αλλιώς, τα ξέρουν όλα. Και δεν φτάνει που τα ξέρουν, τα λένε κιόλας.

Αυτό το είδος γυναίκας δεν είναι βέβαια ό,τι πιο ενοχλητικό ή εγωκεντρικό κυκλοφορεί σήμερα. Προσδιορίζει όμως έναν σύγχρονο μετασουσουδισμό που κοιτάζει με τα φασαμέν της ψευδοδιανόησης τον λαουτζίκο που ικανοποιεί τα ένστικτά του με άρτο (χωρίς αλεύρι ζέας) και «φτηνά» θεάματα. Μετέωρες, όπως η ηρωίδα του Ψαθά, ανάμεσα σε αυτό που φαντασιώνονται ότι είναι και σε αυτό που ξέρουν, κατά βάθος, ότι δεν είναι, διαλαλούν όμως τόσο πολύ την επιλεκτική κουλτούρα τους που φοβάμαι μην τους ξεφύγει κανένα: «Εμείς δύο δύο τους αγοράζουμε τους Προυστ. Εναν για να τον διαβάζουμε και έναν για να κάνουμε αέρα». Προτιμώ λοιπόν τη φίλη που προχθές αποχώρησε, χτυπώντας τα τακουνάκια της, από την παρέα για να τρέξει να δει τον Ντάνο, λέγοντάς μας: «Με τόσο Μπρεχτ που έχω δει στη ζωή μου έχω αναπτύξει αντισώματα ώστε να βλέπω «Survivor» ανελλιπώς τα επόμενα πέντε χρόνια».