Το ακούω στις παρέες, το κρυφακούω στον δρόμο (πάντα στήνω αφτί όταν δύο φίλες μιλούν μπροστά σε μια βιτρίνα, είναι αδιακρισία από την οποία δεν μπορώ να απαλλαγώ ούτε άλλωστε το προσπάθησα ποτέ), το διαβάζω στα σόσιαλ μίντια. Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια καινούργιο, αλλά αυτοί που το υποστηρίζουν χρησιμοποιούν μια όλο και πιο άτεγκτη γλώσσα, πιο αυταρχικό ύφος, είναι πιο αυστηροί στις κόκκινες γραμμές τους. Οχι δεν πρόκειται για κάποια πολιτική σέχτα. Μιλάω για τους αυτόκλητους Κάιζερ της μόδας, τους τροχονόμους ρούχων και αξεσουάρ, όλους αυτούς και αυτές που είναι έτοιμοι να αναφωνήσουν εν μέση οδώ «Φρουρά, φρουρά, φρουρά» ώστε να συλληφθούν και να αποπεμφθούν όσοι φορούν ή προτείνουν κάτι που υπερβαίνει τις δικές τους ενδυματολογικές ιδεοληψίες. Κάποια κλισέ περί κομψότητας, ξεπερασμένα όσο και οι βάτες στα μπλε ελεκτρίκ σακάκια της Αλέξις Κάρινγκτον στη «Δυναστεία». «Μη σας ξαναδώ να φοράτε σαγιονάρες στην πόλη». «Βγάλτε και κάψτε τα παπούτσια με τις λευκές σόλες-ρυζογκοφρέτες». Δεν ξέρω μήπως, σε συμπαραγωγή με τους Ρουβίκωνες, σπάσουν βιτρίνες πολυκαταστήματος της Αθήνας επειδή οι κούκλες-μανεκέν φορούν αθλητικά πέδιλα με κάλτσες. Μωρέ τι μας λέτε; Δεν μας φτάνει το τέταρτο Μνημόνιο, πρέπει να πάρουμε άδεια από το πολιτμπιρό πριν ντυθούμε. Ωραίο αστείο για τη δεκαετία του 1990 αυτό με τη fashion police, αλλά σήμερα οι ΗΠΑ έχουν πρόεδρο με μαλλιά σαγκουίνι.

Οταν ακούω αυτά τα κακαρίσματα ανατρέχω σε μια δική μου Βίβλο –όχι μόνο περί στυλ. Στην αυτοβιογραφική αφήγηση της Κοκό Σανέλ στον Πολ Μοράν (εκδόσεις Αγρα). Της γυναίκας που εκδικήθηκε τη μόδα ανατρέποντας τους κανόνες της. Ή, μάλλον, καταλύοντας και ξεφτιλίζοντάς τους. «Η Σανέλ» γράφει ο Μοράν «ανήκει σε αυτήν την τάξη των «μικρών κοριτσιών με το σκουφάκι και τα ίσια παπούτσια» για τα οποία μιλάει ο Μαριβό που θα αντιμετωπίσουν «τους κίνδυνους της πόλης» και θα τους υπερνικήσουν, με αυτήν τη φοβερή όρεξη για εκδίκηση που πυροδοτεί τις επαναστάσεις». Η εκδίκηση αυτή, στην περίπτωση της Σανέλ, έφτασε μέχρι τα αντικείμενα. Εξευτέλισε κι έκρυψε τη ζιμπελίνα –πανάκριβη γούνα –βάζοντάς τη φόδρα σε αδιάβροχο. Πατίκωσε τα μαλλιά στο κεφάλι. Εσβησε τη λάμψη των μεταξωτών με την ουδετερότητα των ζέρσεϊ. Αντικατέστησε τα ζωηρά χρώματα με τις ξεβαμμένες αποχρώσεις της στολής των αλεξιπτωτιστών. «Ημουν μια γυναίκα Κουάκερος» έλεγε η ίδια «που κατακτούσε το Παρίσι, όπως το ελβετικό χοντρό καφετί ύφασμα ή το αντίστοιχο αμερικανικό είχε κατακτήσει τις Βερσαλλίες εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα».

Το ντύσιμο είναι έκφραση ταυτότητας. Οσο έχει να κάνει με την αισθητική, έχει να κάνει και με τη συνείδηση. Γι’ αυτό και κανόνες μπορούμε να επιβάλλουμε μόνο στον εαυτό μας, όχι στους άλλους. Στους άλλους μπορούμε μόνο να χαζεύουμε τα απωθημένα που ξεγυμνώνουν με τα ρούχα που φορούν. Οσο για τις μαντάμ και τους μεσιέ Σουσού –παρωδίες σνομπ –που έχουν αναγάγει το προσωπικό τους γούστο σε Διεθνή της αισθητική, τους παραπέμπω σε μια φράση που περιγράφει απόλυτα τη μαντεμουαζέλ Κοκό: «Ποτέ σνομπισμός δεν είχε σνομπάρει καλύτερα τον εαυτό του».