«Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά

στην αγορά στο Λαύριο

είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά

κι όλο φοβάμαι το αύριο»

Διονύσης Σαββόπουλος

Η γιαγιά μου η Λεμονιά ήταν δύσπιστη. Δεν μίλαγε πολύ. Ακουγε συνήθως και σούφρωνε τα χείλη. Και αντιδρούσε με εξωλεκτικά μηνύματα, που της προκαλούσαν ερεθίσματα συγγενών, μια και φίλες πια δεν είχε. Σήκωνε τα φρύδια, κούναγε τα χέρια, «βόγγαε μαύρο έντομο», με νόημα. Κουνούσε το κεφάλι συγκαταβατικά, ειρωνικά και σπάνια επιδοκιμαστικά.

Ηταν δύσπιστη με τις συννυφάδες, όταν περιέγραφαν τα καλούδια τους.

Ηταν δύσπιστη με τις ανιψιές της, όταν ξεδίπλωναν τα όνειρα επιτυχίας στην τότε Αθήνα των αναδυόμενων εργολάβων-ιδανικών γαμπρών, με τις πρώτες ασπρόμαυρες βίλες στην Κηφισιά. Σαν αυτές του Κωνσταντάρα και του Σταυρίδη. Και τα πρώτα ντεκαποτάμπλ, σαν αυτό του θείου Τζον της γαλάζιας Μπιούικ στην Πατησίων.

Ηταν δύσπιστη με τη θεούσα θεία στην Αιτωλοακαρνανία, που όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο ταυτιζόταν και διέδιδε τον «Λόγο» της Ζωής.

Ηταν δύσπιστη με τον έναν της γαμπρό, που γυρνούσε από τη δουλειά με διπλωμένη την εφημερίδα να μη φαίνεται ο τίτλος. Κι άκουγε με μαραζωμένη ελπίδα τη «Φωνή της Αλήθειας». «Ναι, καλά» ψιθύριζε η γιαγιά. «Εφερες ζάχαρη για τα παιδιά;».

Ηταν δύσπιστη με την Ευτυχία, τη γειτόνισσα τη «σπιτωμένη» από μικρέμπορο θερμό της Αιόλου. «Οι πομπές», μια λέξη ξεχασμένη.

Ηταν δύσπιστη με τον μακρονησιώτη δοσατζή, που μια φορά τον μήνα ερχόταν για τη δόση και με καινούργια πραμάτεια.

Κι όταν η ανάπτυξη του Καραμανλή την έφερε σε διαμέρισμα με λουτροκαμπινέ από τον Βύθουλα στη Βάθη, και πάλι δύσπιστη έδειχνε.

Αλλά και με τους πολιτικούς ήταν δύσπιστη. «Μμμμ. Αυτός»! Ακόμη και με τον βασιλέα Παύλο, που δεν είχε αξιωθεί να τον δει πώς έμοιαζε. Πώς να τον δει, άλλωστε, από το ραδιόφωνο;

Αν ζούσε πάντως σήμερα και είχε στο σπίτι της την τηλεόραση του Σατανά, πάλι τα ίδια θα έκανε;

Αν έβλεπε τον Σκουρλέτη να υπόσχεται ό,τι ψηφίζεται μπορεί να ξεψηφίζεται αύριο. Αν άκουγε Καημένους εξωγήινους και Κρητικούς αρρενωπούς. Τι να έλεγε άραγε; Σας αφήνω να μαντέψετε εσείς, «υποκριτές αναγνώστες μου, όμοιοί μου κι αδελφοί μου». Κι εκείνο το καημένο το παιδί που έζησε δυο χρόνια στο Αιγάλεω.

Εγώ μεγάλωσα στην εποχή της αφθονίας, της ασφάλειας και του οράματος. Δεν έζησα καμιά καταστροφή. Εκτός από την επαρχιώτικη χούντα και την προδοσία της Κύπρου. Α, και τη ματαίωση του μέλλοντος των παιδιών.

Ετσι εύπιστος ακούω τον Πρωθυπουργό μας να χαίρεται με τις επιτυχίες του. Στην Οικονομία, στην Παιδεία, στην Ανάπτυξη. Την αισιοδοξία για έξοδο στις αγορές που σιγοντάρουν «εύπιστοι» Σόιμπλε παντός είδους. Και εύπιστος αποδέχομαι τη συγγνώμη του, όταν δηλώνει ότι έπεσε θύμα αυταπάτης.

Και η αισιοδοξία του νέου μας για το πολιτικό μέλλον του, πώς μπορεί κανείς να μην την πιστέψει; Βλέπετε «φταίνε τα τραγούδια του, φταίει κι ο λυράρης, μα φταίει κι ο ίδιος του ο λαός γιατί είναι μαραζιάρης».

Τι να πω; Φαίνεται πως «πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά

πως είμαι ασχημοπαπαγάλος».

Τα έχουν πει όλα ο Διονύσης κι ο Σαχτούρης! Και η συγχωρεμένη η γιαγιά μου, σχεδόν χωρίς να μιλά.