Σκηνή πρώτη: ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Δήμων Ελλάδας Γιώργος Πατούλης κατηγορεί την αναπληρώτρια υπουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων Θεανώ Φωτίου ότι έκοψε τη χρηματοδότηση του Σικιαρίδειου Ιδρύματος, με αποτέλεσμα να περιέλθουν σε δεινή θέση παιδιά με ειδικές ανάγκες. Η υπουργός απαντά ότι αναβαθμίζει το ίδρυμα και απέδωσε πολιτικά κίνητρα στον πρόεδρο της ΚΕΔΕ για την κριτική του. Σκηνή δεύτερη: ο γαλαντόμος υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης ανακοινώνει ότι θα λύσει «οριστικά» το θέμα των συμβασιούχων, μονιμοποιώντας 30.000 εξ αυτών που καλύπτουν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» (κατά παράβαση της ρητής συνταγματικής απαγόρευσης).

Τέτοιες σκηνές μιας μόνιμης διελκυστίνδας μεταξύ κεντρικού κράτους και Τοπικής Αυτοδιοίκησης χαρακτηρίζουν τη σχέση τους. Παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο που σημειώθηκε κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, η σχέση Κεντρικής Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης εξακολουθεί να παραμένει άνιση. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση (κατά βάση, οι 325 δήμοι) των 650 αρμοδιοτήτων συνεχίζει να εκλιπαρεί τον Γολιάθ του κεντρικού κράτους με τις 23.000 αρμοδιότητες να της παραχωρήσει ακόμη μερικές μαζί με τα ψιχία των κεντρικών αυτοτελών πόρων, που έχουν μειωθεί 60% κατά την περίοδο της κρίσης. Η κρίση έχει οδηγήσει πολλούς ΟΤΑ σε οριακή κατάσταση επιβίωσης την οποία βλέπει ως ευκαιρία η εθνολαϊκιστική κυβέρνηση. Ποντάροντας στον πιο ωμό πελατειασμό, εκβιάζει τους ΟΤΑ προκειμένου να συνεργήσουν στην επανάληψη των μαζικών μονιμοποιήσεων συμβασιούχων α λα 2005, ειδάλλως θα μείνουν χωρίς προσωπικό.

Τώρα είναι η ώρα που καλείται η Αυτοδιοίκηση να δείξει ότι έχει στρατηγική επιβίωσης και ανάπτυξης, πέρα από εκείνη που της επιφυλάσσει το πελατειακό κράτος. Είναι η ώρα να μετατραπεί από Τοπική Αυτοδιοίκηση σε τοπική διακυβέρνηση. Να πάψει να αποτελεί μια μικρογραφία της Κεντρικής Διοίκησης και να μετασχηματιστεί σε σύστημα τοπικής διακυβέρνησης. Να αναδείξει τη δυναμική της χωρικής ενότητας –της πόλης –κεφαλαιοποιώντας το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημά της, την εμπιστοσύνη που της δείχνουν οι πολίτες.

Σε μια τέτοια στρατηγική, η Αρχή της πόλης πρέπει να διεκδικεί όχι μερικές ακόμη αρμοδιότητες αλλά ολόκληρα πεδία πολιτικής όπως, για παράδειγμα, τη διοίκηση των νοσοκομείων, τη διοίκηση των σχολείων, την κοινωνική πολιτική. Για να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε έναν ρόλο «πολιτικού επιχειρηματία», οι ΟΤΑ θα πρέπει να αναδιοργανωθούν εκ βάθρων: χωρίς γραφειοκρατικές ιεραρχικές πυραμίδες, με στόχους και δείκτες απόδοσης των υπηρεσιών και των υπαλλήλων τους, που θα τίθενται και θα παρακολουθούνται με διαφάνεια. Με «συμμετοχικούς προϋπολογισμούς» και με «συμπαραγωγή» υπηρεσιών με τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία πολιτών. Η τοπική διακυβέρνηση μπορεί να ασκηθεί από συνεργάτες ευέλικτους, ανοιχτούς στην καινοτομία και ρέκτες των μεταρρυθμίσεων.

Η στρατηγική της τοπικής διακυβέρνησης απαιτεί τη σύγκρουση των μεταρρυθμιστών δημοτικών αρχόντων με τους πελατοκράτες. Η έκβασή της θα κρίνει αν η Αυτοδιοίκηση θα κάνει το άλμα προς τα εμπρός ή θα μείνει καθηλωμένη στην κατάσταση ελεημοσύνης στην οποία την έχει καταδικάσει το πελατειακό κράτος της αριστεροδεξιάς μεταπολίτευσης.

Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμονας Δημόσιας Διοίκησης και πρώην βουλευτής με Το Ποτάμι