Υπάρχουν πολλά είδη διαχωριστικών γραμμών. Η πιο γνωστή, και πιο παλιά, παραπέμπει στο δίπολο Δεξιάς – Αριστεράς, στο όνομα του οποίου μπορεί να διαπραχθεί και η πιο εξωφρενική ακρότητα. Για τον λόγο αυτό, επειδή δηλαδή το νόημά του έχει διαστρεβλωθεί ιστορικά από διάφορους αυτοαποκαλούμενους αριστερούς, έχει προταθεί η αντικατάστασή του από άλλα δίπολα. Οπως συντηρητικοί – μεταρρυθμιστές. Ή υπέρμαχοι του αποκλεισμού απέναντι στους οπαδούς της ανοιχτής κοινωνίας.

Το δημοψήφισμα στη Βρετανία και οι εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες ανέδειξαν έναν άλλο διαχωρισμό, με κριτήριο αυτή τη φορά τον τρόπο ενημέρωσης. Ενα κομμάτι της κοινής γνώμης είναι έτοιμο να πιστέψει άκριτα τις ειδήσεις που του σερβίρονται και να καθορίσει αναλόγως τη συμπεριφορά του. Οπως είναι λοιπόν φυσικό, έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία από τρολ που διαδίδει fake news, υποστηρίζοντας ότι παρέχει ένα «εναλλακτικό» μοντέλο ενημέρωσης. Κάποτε συνέβαινε μόνο στις δικτατορίες, δεξιές και αριστερές. Σήμερα παρατηρείται και στις πιο ανεπτυγμένες δημοκρατίες.

Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς και με άλλα τέτοια δίπολα. Επειδή όμως η χώρα μας είναι πάντα διαφορετική, και πάντα μπροστά από τις άλλες, η γραμμή που τέμνει τις τελευταίες ημέρες την ελληνική κοινωνία αφορά την εξωτική Βενεζουέλα. Ολες οι διαχωριστικές γραμμές συγκεντρώνονται εδώ: δημοκρατία έναντι δικτατορίας, βία έναντι αντιβίας, ενημέρωση έναντι προπαγάνδας. Υπάρχουν βαρύγδουπες δηλώσεις: «Στη χώρα αυτή δεν υπάρχει δικτατορία. Υπάρχει εκλεγμένος πρόεδρος, εκλεγμένη κυβέρνηση, υπάρχει κρίση και σύγκρουση», δηλώνει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, ο οποίος παρουσίαζε μέχρι πρόσφατα τη Βενεζουέλα ως μια παραδεισένια χώρα όπου δεν υπάρχει ούτε πείνα ούτε φτώχεια ούτε ανεργία. Υπάρχει και η εναλλακτική ενημέρωση. Δύο φιλοκυβερνητικές εφημερίδες εμφάνιζαν χθες την εξέγερση εκατομμυρίων ανθρώπων υπέρ της δημοκρατίας ως «αναταραχή». Και τους φόνους άοπλων πολιτών από παραστρατιωτικούς που οπλίζει το καθεστώς ως «συγκρούσεις μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων της κυβέρνησης».

Ορθώς η αντιπολίτευση ανεβάζει το θέμα απέναντι σε μια κυβέρνηση που ο πρόεδρός της θεωρούσε παλιότερα πρότυπο τη Βενεζουέλα και που ένας επιφανής υπουργός της εξακολουθεί να μην μπορεί να εξηγήσει ένα «επιχειρηματικό» του ταξίδι στη χώρα αυτή. Αλλά το πρόβλημα είναι ευρύτερο. Κι έχει να κάνει με πράγματα που αφορούν εμάς, τη δική μας χώρα, το δικό μας μοντέλο ανάπτυξης, τη δική μας σχέση με την εξουσία. Η χώρα του Μαδούρο είναι ο καθρέφτης όπου αντανακλώνται οι ευαισθησίες μας, οι γνώσεις μας, οι αξίες μας και οι αρχές μας. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το κλείσιμο των εφημερίδων που ενοχλούν τον δυνάστη δείχνει το πώς θα θέλαμε να αντιμετωπίζονται οι αντίστοιχες εφημερίδες στη χώρα μας. Κι ο τρόπος με τον οποίο αντιδράμε στους φόνους των διαδηλωτών από τους colectivos δείχνει τη γενικότερη κοσμοθεωρία μας για τον χαρακτήρα της δημοκρατίας, λατινοαμερικάνικης ή ασιατικής, σκανδιναβικής ή νοτιοευρωπαϊκής, ανατολικής ή δυτικής.

Συμβαίνει και αλλού. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, το Podemos όχι μόνο αρνείται να καταδικάσει την καταστολή στη Βενεζουέλα, αλλά εμποδίζει και το Κοινοβούλιο να εκδώσει σχετικό ψήφισμα. Οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι εθνικές. Ούτε άλλωστε οι ιδεολογίες.