Ηταν που η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα έδιωχνε το κακό ΔΝΤ για να γλιτώσουμε από τις περικοπές στο αφορολόγητο και στις συντάξεις. Και ύστερα θα ερχόταν ο φίλος μας ο Σουλτς να μας χαρίσει την ελάφρυνση του χρέους, την οποία ο Σόιμπλε αρνείται σαν άλλος Εμπενίζερ Σκρουτζ –για να θυμηθούμε την παρομοίωση στη χριστουγεννιάτικη ευχετήρια κάρτα του Ευκλείδη Τσακαλώτου.

Τελικά, όχι μόνο δεν έφυγε το ΔΝΤ, αλλά (με τις ευλογίες του Βερολίνου) έχει αναδειχθεί στον μοναδικό πρωταγωνιστή που κινεί τα νήματα του ελληνικού τρίτου Μνημονίου. Και όχι μόνο δεν γλιτώσαμε τις νέες περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο το 2019 και το 2020, αλλά κινδυνεύουμε με επιπλέον μέτρα και για το 2018. Ο,τι αποφασίσει το Ταμείο. Οσο για τον Σουλτς, το «γύρισε» και αυτός για να βγει από την παγίδα στην οποία είχε ήδη πέσει και γκρέμισε το κυβερνητικό αφήγημα για δήθεν αλλαγή στάσης της Γερμανίας σε περίπτωση εκλογής του στην καγκελαρία τον Σεπτέμβριο.

Μείναμε λοιπόν μόνοι με το Ταμείο και τα μέτρα. Με τον «μουντζούρη» μιας βαριάς, πρόσθετης λιτότητας τουλάχιστον για την επόμενη τριετία. Η Ελλάδα –και αυτή τη φορά –δεσμεύεται σε ένα πρόγραμμα «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα των δανειστών της, ετεροβαρές στην επιδίωξη υπερβολικών πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Αυτό υπακούει, βεβαίως, στην υπαρκτή ανάγκη κάλυψης των μεγάλων χρηματοδοτικών αναγκών της για την εξυπηρέτηση του χρέους τα επόμενα χρόνια, αλλά δεν απαντά στην άμεση αναγκαιότητα για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας. Ακόμη και σε όσα σημεία του προγράμματος επιχείρησε να παρέμβει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (όπως στο αφορολόγητο και στις συντάξεις), είτε η μάχη ήταν χαμένη από την αρχή και η συνέχιση υποταγμένη σε μια επικοινωνιακή και επιζήμια τακτική είτε με ευθύνη της δρομολογήθηκαν αποφάσεις (αύξηση έμμεσων φόρων) που υπονομεύουν την ανάπτυξη.

Κάπως έτσι το πολιτικό προσωπικό της χώρας (είτε η σημερινή είτε η επόμενη κυβέρνηση) καλείται να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μονόπλευρης δημοσιονομικής προσαρμογής, στη διαμόρφωση του οποίου ελάχιστα έχει συμβάλει, ενώ εμφανίζεται ανώριμο να λάβει τις πολιτικά δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις για να ξεκολλήσει η οικονομία από τον βάλτο. Και έτσι, ενώ η χώρα βαδίζει ολοταχώς προς ένα τέταρτο Μνημόνιο, κρίσιμες ερωτήσεις για το μέλλον παραμένουν βασανιστικά αναπάντητες:

–Τι θα γίνει με το μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ΔΕΗ; Πρέπει να μπουν ιδιώτες επενδυτές στην επιχείρηση που έχει στεγνώσει από κεφάλαια και να ανοίξει περαιτέρω η αγορά ενέργειας για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός;

–Θέλουμε η Ελλάδα να γίνει ένα σύγχρονο διακομετακομιστικό κέντρο στη Νότια Ευρώπη, που σημαίνει –κατά το παράδειγμα του Πειραιά –ιδιώτες επενδυτές και στα άλλα μεγάλα λιμάνια;

–Μας αρκεί ένα φορολογικό σύστημα που ρίχνει τα βάρη στους λίγους και συνεπείς και ένα Ασφαλιστικό φορτωμένο με εισφορές που ευνοεί τη μαύρη εργασία και υπόσχεται συντάξεις πείνας;

–Θα συνεχίσουμε να κλείνουμε τα μάτια στις σημερινές συνθήκες στην αγορά εργασίας που εγγυώνται υπανάπτυξη και φτώχεια με μισθούς 400 ευρώ και να ορθώνουμε τείχη (οικονομικά και πολιτικά) σε ξένες επενδύσεις που φέρνουν δουλειές και υψηλότερα εισοδήματα;

Γι’ αυτό το ελληνικό πρόβλημα εξακολουθεί να είναι πολιτικό και όχι οικονομικό.