Ο πρόεδρος Ερντογάν κέρδισε το δημοψήφισμά του στρέφοντας τα πυρά του κατά της ΕΕ και της αντιπολίτευσης με διχαστικούς όρους. Η στιγμή που διάλεξε ήταν η κατάλληλη. Τα πράγματα πάνε άσχημα στη χώρα του. Η οικονομία βρίσκεται σε σημείο που θυμίζει την εποχή που προσέφυγε στο ΔΝΤ για να καλύψει τις ανάγκες της πριν από χρόνια. Η οικονομική άνθηση που απέφεραν οι μεταρρυθμίσεις τής τότε κεμαλικής κυβέρνησης, οι οποίες έδωσαν στον Ερντογάν την αγάπη του λαού του μια και ανέλαβε την εξουσία μοιράζοντας, είναι πια στα όρια της κατάρρευσης. Πληθωρισμός 11%, ανεργία στο 10% και με την τουρκική λίρα σε ελεύθερη πτώση, απώλεια πολλών δισ. από τον τουρισμό, η πολεμική εμπλοκή στο Κουρδικό και η όρεξη για τα πετρέλαια του Αιγαίου και της Μοσούλης θα οδηγούσαν όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού στην αντιπολίτευση. Μια αντιπολίτευση που αν και δεν διαθέτει χαρισματικό ηγέτη, κατόρθωσε να φτάσει το 50%. Είναι κάτι που φαίνεται ότι ο ίδιος το είχε κατά νου όταν προκήρυξε το δημοψήφισμα. Τη συνέχεια δεν την ξέρουμε, ξέρουμε όμως ότι έχει χάσει τις μεγάλες πόλεις, την ανθούσα ακόμη ακτή της Ιωνίας και τους διανοουμένους, ακόμη και πολλούς Κούρδους που τον είχαν εμπιστευτεί στην αρχή της στροφής στον δημοκρατικό ισλαμισμό.

Η ξαφνική προκήρυξη των εκλογών στη Βρετανία, πάλι, δεν ήταν απρόσμενη. Πολλοί συντηρητικοί βουλευτές βλέποντας την κατάρρευση των Εργατικών του Κόρμπιν ζητούσαν από καιρό να γίνουν εκλογές, αφενός για να διευρύνουν την ισχνή πλειοψηφία τους στη Βουλή, αφετέρου για να μην αρχίσει να γίνεται ορατή η αποκοτιά του δημοψηφίσματος. Γιατί τα σύννεφα που μαζεύονται στον ορίζοντα είναι μαύρα για την οικονομία και για τη διαπραγμάτευση. Στην οικονομία οι προβλέψεις για πτώση του ΑΕΠ, της στερλίνας και ο πληθωρισμός θα χτυπήσουν κυρίως τα χαμηλού εισοδήματος στρώματα.

Η προσδοκία για συγκέντρωση των χρηματοοικονομικών προϊόντων στο Σίτι, που σήμερα καθιστούν το Λονδίνο παγκόσμιο κέντρο, δεν βγαίνει. Αντιθέτως. Αφενός υπολογίζεται ότι 30.000 θέσεις εργασίας θα μεταφερθούν σε χώρες της ΕΕ συμπαρασύροντας τον τζίρο περίπου 1,5 τρισ. Το χειρότερο είναι ότι ο Τραμπ, ένθερμος θιασώτης της εξόδου, προτίθεται να πάρει το «ψωμί» από το στόμα της κ. Μέι αλλάζοντας τους κανόνες διαφάνειας που είχε επιβάλει η διοίκηση Ομπάμα. Τέλος, η προσδοκία για διαπραγμάτευση της ελεύθερης πρόσβασης στην εσωτερική αγορά με την ασφάλεια δεν είναι πλέον ισχυρή, μια και κάθε μέρα που περνάει ο Τραμπ αλλάζει στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ.

Συνεπώς και με δεδομένη την καθίζηση των Εργατικών λόγω της πολιτικής του Κόρμπιν, η στιγμή ήταν κατάλληλη για προκήρυξη εκλογών.

Είναι άδικο να συγκρίνουμε τη Βρετανία με την αυταρχική Τουρκία. Τα συγκρίσιμα μεγέθη όμως είναι ισχυρά. Και οι δύο ηγέτες –Μέι και Ερντογάν –χρησιμοποίησαν την ίδια λαϊκίστικη, εθνικιστική και με έντονη αυτοκρατορική νοσταλγία γλώσσα απέναντι στην αντιπολίτευσή τους. Σε μια ιστορική στιγμή που θα έπρεπε να συνεργάζονται με τους αντιπάλους τους για να αντιμετωπίσουν τις πρωτοφανείς προκλήσεις.

Ας ευχηθούμε ότι η συνέχεια, η πραγματικότητα, θα τους οδηγήσει σε εγκατάλειψη της διεθνούς απομόνωσης την οποία διάλεξαν μόνο και μόνο για να στεριώσουν την εξουσία τους.