Στιγμιότυπο πρώτο: Σε μια από τις αναρίθμητες τροπολογίες με τις οποίες νομοθετούν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, πρότειναν τη θέσπιση μιας «προσωρινής», όπως την ονομάζουν, ρύθμισης που αφορά τη διαδικασία πρόσληψης αναπληρωτών εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Η κυβέρνηση απολογούμενη γιατί δεν προβαίνει στον διορισμό εκπαιδευτικών σε μόνιμες θέσεις (τριακονταπενταετούς διάρκειας), επικαλέστηκε τις (προσωρινές) δυσκολίες με τον περιορισμό των προσλήψεων. Εσπευσε, όμως, να καθησυχάσει τους καθηγητές, διαβεβαιώνοντάς τους ότι οι προσωρινοί θα παραμείνουν μέχρι να καταστεί δυνατός ο διορισμός μόνιμων εκπαιδευτικών.

Στιγμιότυπο δεύτερο: Δύο χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας, η κυβέρνηση δηλώνει την πρόθεσή της διά της κ. Γεροβασίλη να προχωρήσει στη χαρτογράφηση των συμβασιούχων (που, εννοείται, ότι συνεχίζουν να προσλαμβάνονται και να πληρώνονται), προκειμένου να «ξεκινήσει ο διάλογος για την οριστική επίλυση του προβλήματος των συμβασιούχων».

Σήμερα, οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα αντιστοιχούν στο 84,6% του συνολικού δημοσιοϋπαλληλικού πληθυσμού (598.870) και απαντώνται στα υπουργεία, στις αποκεντρωμένες διοικήσεις, στους οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στα δημόσια νομικά πρόσωπα όχι μόνο του δημόσιου, αλλά και του ιδιωτικού δικαίου, τον αριθμό των οποίων η κυβέρνηση δεν γνωρίζει καν. Μεγάλο τμήμα των μονίμων προέρχεται από μονιμοποιήσεις εκτάκτων, παρά τις ρητές συνταγματικές απαγορεύσεις. Με ποικίλα όσα τεχνάσματα, οι έκτακτοι που υποτίθεται ότι καλύπτουν «απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες» μετατρέπονται από τους πολιτικούς σε μονίμους.

Οι έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι (μετακλητοί, ορισμένου χρόνου, συμβασιούχοι διαφορετικών ειδών και κατηγοριών, ωρομίσθιοι, αιρετοί, μέλη διοικητικών συμβουλίων, «λοιπές περιπτώσεις»), ανέρχονται στο 15% του συνόλου του πληθυσμού (108.678). Κοινό των μονίμων και των εκτάκτων είναι η αναξιοκρατία στην πρόσληψη, η ευνοιοκρατία στην εξέλιξη, η μη αξιολόγηση της απόδοσης των δομών στις οποίες απασχολούνται καθώς και των ιδίων, η κακή ποιότητα των υπηρεσιών και η διαφθορά.

Η παρούσα κυβέρνηση –όπως, εξάλλου και οι προηγούμενες –προβληματίζεται, δήθεν, για τον τρόπο πρόσληψης των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ όλα τα υπόλοιπα που πρέπει ν’ αλλάξουν παραπέμπονται στις ελληνικές καλένδες. Η μονιμότητα αποτελεί ένα πεδίο αντιπαράθεσης που αποσκοπεί στην υποδαύλιση του κοινωνικού αυτοματισμού και της συσκότισης των αλλαγών. Το νόημά της διαστρέφεται τόσο από τους δήθεν υπερασπιστές της όσο και από τους πολέμιούς της για τον ίδιο τελικό σκοπό: τη διάσωση του πελατειακού κράτους. Αυτό δεν αντιμετωπίζεται με την κατάργηση της μονιμότητας, αλλά με την ενδυνάμωση του ΑΣΕΠ στο οποίο πρέπει να περιέλθει το σύνολο των πολιτικών για τη διοίκηση του ανθρώπινου δυναμικού. Καταπολεμάται με τη διασύνδεση των πανεπιστημίων και των επιχειρήσεων με το Δημόσιο, ώστε να προσλαμβάνονται άνθρωποι με γνώσεις και ειδικότητες που θα συνδράμουν την ανάπτυξη της χώρας.

Η αξιοκρατία μπορεί να συνυπάρξει με την μονιμότητα, υπό τον αδήριτο όρο της δρομολόγησης μεταρρυθμίσεων που θα κόβουν τον ομφάλιο λώρο της πολιτικής από τη Δημόσια Διοίκηση. Εάν αυτές δεν γίνουν, τότε, πολύ φοβάμαι ότι ανάμεσα στη Σκύλλα του πελατειακού κράτους και τη Χάρυβδη του ανύπαρκτου κράτους, το οποίο θα προέλθει από επερχόμενες προκρούστειες περικοπές, θα χαθούν όσα θετικά μπορεί να περισωθούν.

Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης και πρώην βουλευτής με Το Ποτάμι