Πόσο προσωρινοί και εφήμεροι είμαστε όλοι οι άνθρωποι το αποδεικνύει το γεγονός ότι λογαριάζουμε τις αναμνήσεις του ο καθένας σαν να μην έχουν υπάρξει άνθρωποι που υποχρεώθηκαν, και συχνά με πολύ πιο οδυνηρό τρόπο, να αποχωριστούν τις δικές τους αναμνήσεις. Σάμπως και θα έπρεπε στις αναμνήσεις που διατηρούν όσοι γεννήθηκαν στις δεκαετίες του ’30 ή του ’40, ή όσοι θυμόμαστε έντονα περιστατικά των δεκαετιών του ’50, του ’60 και του ’70, να τους επιφυλαχτεί μια ιδιαίτερη τύχη σε σχέση με όσους έζησαν στις αρχές του 20ού ή στα μέσα του 19ου αιώνα –μην πάμε πιο πίσω γιατί θα αισθανθούμε να σχηματίζεται κυριολεκτικά ένα αδιαπραγμάτευτο αδιαχώρητο προκειμένου να επιζήσουμε στοιχειωδώς.

Ωστόσο μέσα σε αυτή τη φευγαλέα και ουσιαστικά ακτήμονα ζωή που έχει ο καθένας να ζήσει, νιώθει αδήριτη την ανάγκη να δημιουργήσει έστω και κάποιες απατηλές προϋποθέσεις μιας συνέχειας, ότι δεν προορίζονται όλα να σβήσουν και να χαθούν, ότι κάτι μπορεί να επιζήσει στη μνήμη των μεταγενέστερων σε σχέση με πράγματα που κανείς άλλος δεν έχει υπάρξει μάρτυράς τους παρά μόνον ο άνθρωπος που τα έζησε. Αφού τα γεγονότα που χαρακτηρίζονται ως δημόσια, όσο κι αν χάνουν το ειδικό τους βάρος μέσα στο πέρασμα του χρόνου, υπάρχει πάντα η καταγραμμένη ιστορία τους ώστε να τα γνωρίσουμε στα αδρά περιγράμματά τους, έστω κι αν έχει χαθεί η ειδική εκείνη άχνα που τα θέρμαινε και τα αναζωογονούσε. Και αν στην έκβασή τους μέσα στην κοίτη του χρόνου η μεγάλη ιστορία των πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων φαίνεται να κυριαρχεί σε σχέση με τη συντριμμένη καθημερινότητα των ανθρώπων, που δημιουργεί ωστόσο τις πιο συγκλονιστικές αναμνήσεις, υπάρχει πάντα η λογοτεχνία για να δίνει φωνή σε ατόφια κομμάτια προσωπικής ζωής, με τον αποκλειστικό μάλιστα τρόπο που χιλιάδες άνθρωποι τη διεκδικούν ο καθένας για λογαριασμό του.

Επομένως, θα έκρινε κανείς τα παλαιότερα χρόνια πιο σύμφωνα με την ανάγκη του ανθρώπου κάτι να επιζήσει, ένα γράμμα, μια φωτογραφία, ένα κείμενο που είχε τυπωθεί σε μια εφημερίδα, σε περιοδικό ή σε βιβλίο, έστω κι αν το μέλλον που δεν σταματάει ποτέ θα αποδείκνυε κάποια στιγμή και αυτή τη φιλοδοξία μάταιη και φρούδα. Μια μητέρα που σχημάτιζε μέσα στα χρόνια ένα άλμπουμ φωτογραφιών, ή ένας πατέρας που ολοκλήρωνε ένα τετράδιο οικογενειακών συμβάντων προσθέτοντας αποκόμματα εφημερίδων για τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που έτρεχαν παράλληλα, κληροδοτώντας τα στους επιγόνους τους, όρθωναν ένα ανάχωμα σε αυτή τη φευγαλέα και ακτήμονα ζωή. Δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις μιας συνέχειας που ξόρκιζε τον εφιάλτη ότι όλα είναι προσωρινά, αμνήμονα και τελικά ανισόρροπα.

«Με το πάτημα ενός κουμπιού έστειλα ευχές για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά σε διακόσιους γνωστούς», θα ακούσετε συχνά έναν άσο της τεχνολογίας να επιχαίρει για την ταχύτητα με την οποία «ξεμπέρδεψε» με μια «υποχρέωση» που θα μπορούσε να σημαίνει και ειλικρινή συγκίνηση. Χωρίς να αναλογίζεται ο δυστυχής πως μια επαφή εξυπηρετημένη με έναν τόσο ανέξοδο χρονικά και ηθικά τρόπο και προορισμένη πάραυτα να ξεχαστεί έχει ακρωτηριάσει κάθε ευχέρεια να καταλάβεις τι πραγματικά συμβαίνει σε εσένα τον ίδιο, στους κοντινούς σου, ακόμη και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.