Το ότι η χώρα χρειάζεται ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση στο οποίο οι περισσότεροι –δανειστές, διεθνείς οργανισμοί και ελληνικές κυβερνήσεις –φαίνεται να συμφωνούν μοιάζει αυταπόδεικτο. Το ότι το σχέδιο αυτό δεν υπάρχει είναι επίσης γεγονός αδιαμφισβήτητο.

Το ότι το σχέδιο αυτό πρέπει να επικεντρώνεται στο πώς θα δημιουργηθούν δουλειές και θα επανέλθει η οικονομία σε μια αναπτυξιακή πορεία ακούγεται επίσης κοινότοπο. Πάντως, προς το παρόν, και για έναν «ανεξήγητο» λόγο, οι δουλειές χάνονται και η οικονομία βουλιάζει. H συζήτηση για την ανάπτυξη μοιάζει να είναι μια «κανονιστική προσδοκία» η οποία, ενώ δεν επιβεβαιώνεται, εξακολουθεί να αποτελεί πεποίθηση πολλών.

Ο λόγος που η έννοια της ανάπτυξης παραμορφώνεται οφείλεται στην ύπαρξη μιας υπερκείμενης, επικαθορίζουσας έννοιας και πρακτικής, του πελατειασμού. Πρόκειται για έννοια με παράδοση που λειτουργεί ως κώδικας αυτοαναφοράς του ελληνικού πολιτικού συστήματος επί εκατονταετίες, διαστρέφει και ακυρώνει όχι μόνο ό,τι έχει νοηματοδοτηθεί στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού αλλά και κάθε μεσο-μακροπρόθεσμο ορθολογικό σχεδιασμό. Εννοια εκ διαμέτρου αντίθετη προς την οικονομικότητα και την αποδοτικότητα, που αποτέλεσε το πρότυπο οργάνωσης και λειτουργίας όχι μόνο του κράτους αλλά και της οικονομίας και της κοινωνίας στη μεταδικτατορική Ελλάδα.

Οι δανειστές και οι διεθνείς οργανισμοί αδυνατούν, ωστόσο, να κατανοήσουν πώς, ακριβώς, εκδηλώνεται ο πελατειασμός σε μια χώρα που ανήκει στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και, προφανώς, αδυνατούν να τον αντιμετωπίσουν. Ετσι, περιορίζονται στο να επαναλαμβάνουν τις «one-size-fits-all» προτάσεις τους που μεταφέρονται από αξιολόγηση σε αξιολόγηση.

Η πρόοδος στο πεδίο των δομικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων είναι ασήμαντη. Οι εθνολαϊκιστές πελατοκράτες δίνουν μάχες χαρακωμάτων και οι δανειστές, καχύποπτοι, τους ζητούν να δεσμευτούν για το 2020 ή το 2120. Κι έτσι τα θέματα «κλείνουν» ενώ παραμένουν ανοιχτά. Τα παραδείγματα αφθονούν. Οταν επαναλαμβάνεται σε κάθε αξιολόγηση ότι «πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια ρυθμιστικών αλλαγών ώστε να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον», οι υπουργοί της συγκυβέρνησης αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να φέρουν έναν νόμο στη Βουλή στο «και πέντε» προκειμένου να ρίξουν στάχτη στα μάτια των «τοκογλύφων δανειστών». Η ενεργοποίηση του νόμου παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες είτε γιατί οι υποδομές που απαιτούνται δεν είναι έτοιμες είτε γιατί απαιτείται η έκδοση δευτερογενών ρυθμίσεων οι οποίες θα εκδοθούν οψέποτε… Τούτων δοθέντων, τα θέματα που «κλείνουν» επανέρχονται και η κάθε αξιολόγηση μετατρέπεται σε προμηθεϊκό μαρτύριο.

Αλλά ακόμη κι αν δεχτεί κανείς ότι έχουν γίνει κάποια βήματα στην απλούστευση των διαδικασιών για τη σύσταση μιας επιχείρησης, στον αμέσως επόμενο δείκτη φιλικότητας/διευκόλυνσης των επιχειρήσεων, στην απονομή της δικαιοσύνης, παρουσιάζουμε εικόνα τριτοκοσμικής χώρας. Προφανώς λείπει το στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη της χώρας, το οποίο δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μπαλώματα. Αλλά, επίσης προφανώς, αυτό το στρατηγικό σχέδιο δεν είναι δυνατό να παραχθεί από μια κυβέρνηση που έχει εξόφθαλμο πρόβλημα συντονισμού της. Μόνο ένα νέο «σχέδιο Μάρσαλ», τόσο ως προς το περιεχόμενό του όσο και ως προς τη διαδικασία εφαρμογής του, θα μπορέσει να βγάλει την Ελλάδα από το τέλμα.

Ζητούνται Αγγελόπουλοι, Ζολώτες και ευπατρίδες πολιτικοί που θα το αναλάβουν.

Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης και πρώην βουλευτής με Το Ποτάμι