Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε αναρωτηθεί το γιατί και το πώς του αριθμού των εισακτέων ανά πανεπιστημιακή σχολή. Αν είναι μεγάλος ή μικρός, αν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, αν υπάρχουν δουλειές για τη μία ή την άλλη ειδικότητα. Οπότε ο ορθολογισμός στην κατανομή του αριθμού των εισακτέων στα ελληνικά πανεπιστήμια μάς βρίσκει μάλλον όλους σύμφωνους. Με αφετηρία τη ζήτηση, τον αριθμό των θέσεων εργασίας και με βασικό γνώμονα την ανάπτυξη της χώρας, είναι θετικό να ξαναδούμε το θέμα. Το ερώτημα δεν είναι όμως αυτό. Το ερώτημα αφορά στο πότε. Πότε αλλάζουμε τα δεδομένα; Πότε ανατρέπουμε το πρόγραμμα των μαθητών; Πότε κάνουμε την έκπληξη;

Ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου λειτουργεί σαν να έπεσε ουρανοκατέβατος σε έναν τόπο και να εκλήθη να τον βάλει σε τάξη (την παιδεία τουλάχιστον). Σαν να μην υπάρχει ένα ήδη διαμορφωμένο σκηνικό που αφορά στους μαθητές της Γ’ Λυκείου –μην το ξεχνάμε αυτό, οι οποίοι βρίσκονται στην τελική ευθεία.

Κι όμως. Μόλις δυόμισι μήνες πριν από τις φετινές Πανελλαδικές Εξετάσεις ανακοίνωσε (14 Μαρτίου) τα μαντάτα: Να κόψει δηλαδή το 21% των θέσεων σε σύγκριση με την κατανομή της περασμένης χρονιάς και να μοιράσει τη μείωση των εισακτέων σε διάφορες σχολές.

Λεπτομέρεια, φαντάζομαι, το γεγονός ότι οι μαθητές είχαν ήδη καταθέσει τις αιτήσεις τους για τις Εξετάσεις μη έχοντας συνυπολογίσει τις αλλαγές. Περιττό να σκεφθεί ο υπουργός μήπως έτσι αδικηθεί ένας υποψήφιος και βρεθεί εκτός. Δεν ξέρω αν εγείρονται ζητήματα νομιμότητας –δεν μου φαίνεται και απίθανο. Φαντάζομαι όμως ότι προκύπτουν ζητήματα σεβασμού απέναντι στον μαθητή που ξεκινάει τη χρονιά με συγκεκριμένα δεδομένα στα χέρια του και βλέπει στον δρόμο να αλλάζουν οι όροι του παιχνιδιού.

Οταν λοιπόν ο υπουργός Παιδείας λέει «πάμε καλά, όχι μόνο ως κυβέρνηση αλλά και ως χώρα», σε κάτι τέτοιες εκπλήξεις θα έχει το μυαλό του.