Ας υποθέσουμε ότι γίνονται σύντομα εκλογές, πράγμα όχι τελείως απίθανο. Σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις –που συχνά όμως διαψεύδονται –θα ηττηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και θα νικήσει η Νέα Δημοκρατία. Χωρίς όμως αυτοδυναμία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα χρειαστεί τη συμμετοχή ή τη στήριξη μιας άλλης πολιτικής δύναμης για να σχηματίσει κυβέρνηση. Αποκλείονται εκ των πραγμάτων η άκρα Αριστερά και φυσικά η ΧΑ. Μένει το ΠΑΣΟΚ – Δημοκρατική Συμπαράταξη και η πολυδιασπασμένη δημοκρατική παράταξη. Ετσι όπως θα εμφανίζονται μετά τις εκλογές και αν πολλοί οπαδοί τους δεν ψηφίσουν ΝΔ έστω και κλείνοντας μύτη και μάτια για να απαλλαγούν από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά δυστυχώς καμιά από τις παρατάξεις δεν προετοιμάζει το έδαφος για την επαύριο. Το αντίθετο –και με τι μένος! Εχουν επιδοθεί όλες σε αδιέξοδους διμέτωπους ενώ ταυτόχρονα με πρώτους τους κεντροαριστερούς στέλνουν στο πυρ το εξώτερο όχι μόνο την ηγεσία της τσιπρικής Αριστεράς αλλά και τη μάζα των οπαδών της. Λες και οι αυριανές νέες προοδευτικές δυνάμεις μπορεί να προέλθουν από παρθενογένεση.

Η αλήθεια είναι ότι ο πολυδιασπασμένος «μεσαίος χώρος» δεν έχει τη δυνατότητα να παίξει ένα σοβαρό αυτόνομο πολιτικό παιχνίδι. Αν και η έκφραση «μεσαίος χώρος» δεν σημαίνει στην ουσία τίποτε, το πληθυντικό ή όχι «μεσαίο» μόρφωμα που μπορεί να προκύψει μπορεί να κληθεί να συγκυβερνήσει. Με ή χωρίς όρους;

Διότι δεν μπορεί έτσι όπως έχει καταντήσει να ισχυριστεί σοβαρά ότι διεκδικεί εξουσία. Δεν είναι παράταξη γιατί ώς τώρα, από θέατρο σε θέατρο, απέφυγε τη διαδικασία της ενοποίησής της. Δεν έχει συνεπώς πολιτική συνοχή. Και πώς θα μπορούσε να την αποκτήσει χωρίς πρόγραμμα που προϋποθέτει το ξεκαθάρισμα τού τι προτείνει και τού τι θέλει και τού τι έπραξε στο πρόσφατο παρελθόν. Θέλει δημοκρατικό σοσιαλισμό, ποιον όμως; Σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή οικονομία της αγοράς συν κάποιες κοινωνικές παροχές; Λίγο από τούτο και λίγο από εκείνο με στόχο ψήφους; Και με ποιες οργανωμένες κοινωνικές συμμαχίες; Και, κεφαλαιώδες, με ποιαν ηγεσία;

Δεν είναι όμως ξεκάθαρη και η Νέα Δημοκρατία. Είναι ευδιάκριτος ο υπόγειος ανταγωνισμός φιλελεύθερων εκσυγχρονιστών (Μητσοτάκης) και της λεγόμενης «λαϊκής Δεξιάς» που τόσοι πολίτες θα ήθελαν να ξεχάσουν. Οπως θα ήθελαν να μην υπήρχε μια σκληροπυρηνική Δεξιά όπως εκείνη που εκδηλώνεται κάθε τόσο, υπόγεια ή ανοιχτά, τοπικά και εθνικά, με πρόσχημα τα «εθνικά θέματα», το Μεταναστευτικό, ακόμα και με την απίστευτα ανεδαφική και συνάμα προκλητική επαναφορά στο προσκήνιο του παπαδοπουλικού «τάματος του έθνους».

Για όλους αυτούς τους λόγους είναι πιθανό, αν δεν αλλάξουν οι συνθήκες, ένας πολύ σημαντικός αριθμός πολιτών να καταφύγει στην αποχή ό,τι κι αν έπραξαν στις τελευταίες εκλογές –εξάλλου αυτό διαφαίνεται και στις περισσότερες δημοσκοπήσεις. Δεν είναι σίγουρο ότι οι πολιτικές δυνάμεις έχουν κατανοήσει τούτο το απλό: όταν μιλάς για εκλογές, πρέπει να ξέρεις καλά τι, με ποια πρόταση και ποιους θα προτείνεις στους πολίτες. Κι όχι μόνο ποιους θα ήθελες να αντικαταστήσεις.