Εχουν και οι Ανώνυμοι Αγανακτισμένοι τις επετείους τους, αλλά τις κρύβουν επιμελώς κάτω από το μνησίκακο μουρμουρητό που τους υποχρεώνει να υποδύονται σήμερα τους μνημονιακούς χωρίς τη θέλησή τους.

Αρχές Μαρτίου ήταν, πριν από πέντε χρόνια, όταν στο ημερήσιο δελτίο βίας μπήκαν οι επιθέσεις στις συναυλίες του Γιώργου Νταλάρα σε Νίκαια, Ιλιον και Δάφνη. Με λίκνο τις δύο πλατείες Συντάγματος, την προηγούμενη χρονιά, το αγανακτισμένο πλήθος είχε ήδη διαχυθεί σε «λαϊκές συνελεύσεις» (του Μπραχαμίου, εν προκειμένω), κινήματα της γειτονιάς και εθνολαϊκιστικές μαζώξεις.

Για το τυφλό μένος του ανορθολογισμού, ο Νταλάρας πρόσφερε έναν στόχο ιδανικό. Προερχόταν από την κακοδιαφημισμένη Μεταπολίτευση, εκπροσωπούσε το «σύστημα», είχε καλές σχέσεις με τα ΜΜΕ και –το υπέρτατο επιχείρημα του μνησίκακου ανθρώπου –«τραγουδούσε για τα λεφτά». Τι κι αν μπροστά στο μικρόφωνο ξαναγεννιόταν και εκείνος ως τελειομανής ερασιτέχνης; Δεν ήταν πλέον καλλιτέχνης της εποχής, δεν μιλούσε στην καφενειακή γλώσσα ούτε έκανε lifestyle δηλώσεις για την ευεξήγητη άνοδο της Χρυσής Αυγής. Ανθ’ ημών Notis.

Πέντε χρόνια αργότερα το αντιμνημονιακό μπλοκ αντικρίζει το πρόσωπό του στη φαντασίωση ηγεμονίας και στους «έντιμους συμβιβασμούς» του Αλέξη Τσίπρα. Συμμετέχει στη συμμαχία του Οχι, εκφράζει τον αντιευρωπαϊσμό του στα ρηχά, καμουφλάρει την τοξικότητα σαν ταξικότητα και καμώνεται νομιμοφροσύνη. Οι Αγανακτισμένοι βιώνουν κι αυτοί την πρωτόγνωρη φαντασίωση των «παραγοντισμένων». Κινούν τα νήματα στην πρώτη φορά Αριστερά.

Ούτε αυτοί, όμως, ξεχνούν ότι η ληξιαρχική πράξη γέννησής τους ήταν εκείνες οι ημέρες. Οι ημέρες των γιαουρτιών και των νεραντζιών που εκσφενδονίζονταν σε μουσικές σκηνές ή σε τραπέζια όπου έτρωγαν βουλευτές. Οι ημέρες του ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού λαϊκισμού ο οποίος παρείχε άλλοθι καθώς «ο Νταλάρας ήθελε να το παίξει λαϊκός» κατεβαίνοντας στις γειτονιές του Πειραιά.

Είναι ένα από τα μαθήματα της τελευταίας οκταετίας. Η «ελληνική ψυχή» δεν είναι ένας όρος προσδιορισμένος, αλλά ένα λήμμα κενό που περιμένει τους λεξικογράφους του. Δεκτοί γίνονται συνήθως όσοι μιλούν τη νέα γλώσσα: όχι τα λαϊκά αλλά τα λαϊκίστικα.