Γιατί γράφεις, ζωγραφίζεις, συνθέτεις μουσική, παίζεις στο θέατρο, σκηνοθετείς; Διότι η ζωή σου –η κανονικότητα σου, όπως και εάν έχει, ζορισμένη είτε εύπορη, μοναχική είτε πυκνοκατοικημένη από έρωτες και αγάπες –δεν σου αρέσει. Ακόμα και να σου αρέσει, δεν σου αρκεί. Το ξέρω –το έχω καταλάβει στο πετσί μου από δώδεκα χρονών.

Το 1978 επισκέφθηκε το σχολείο μας ο εθνικός μετρ Τριαντάφυλλος Σιαπέρας. Αφού μάς μίλησε για το ύψιστο διανοητικό παιχνίδι, προσφέρθηκε να αντιμετωπίσει σιμουλτανέ –δηλαδή ταυτόχρονα –τους καλύτερους από εμάς. Κάθε παιδί θα έστεκε μπροστά στον ξύλινο στρατό του, θα κουνούσε ένα πιόνι, θα του απαντούσε ο Σιαπέρας κι ευθύς θα προχωρούσε στον διπλανό του, ενώ ο μαθητής θα είχε άφθονο χρόνο να σκεφτεί την επόμενη κίνηση ώσπου να ξανάρθει η σειρά του. Δεν με διαλέξανε για το σιμουλτανέ –δεν ήμουν προφανώς αρκετά καλός. Στεναχωρέθηκα, ένιωσα αδικημένος.

Το ίδιο απόγευμα έγραψα το πρώτο μου ποίημα. «Είκοσι παίκτες του σκακιού παίξαν με τον Σιαπέρα, που η νίκη τον περίμενε επάνω στη σκακιέρα…». Αφηγήθηκα έμμετρα ολόκληρη τη διαδικασία, μισό τετράδιο γέμισα με ιαμβικές στροφές που δραματοποιούσαν τα ρουά και τα ματ. Εκλεισα μάλιστα το μικρό εκείνο έπος με τον μετρ να ανάβει το τσιμπούκι του ατενίζοντας λαβωμένα άλογα κι αιχμάλωτους βασιλιάδες. Τη στιγμή που έβαζα φαρδιά πλατιά την υπογραφή μου κάτω απ’ το πρώτο μου πνευματικό παιδί, όλη μου η θλίψη είχε ως διά μαγείας εξατμιστεί.

Η δεύτερη –και ακόμα μελαγχολικότερη –δημιουργική μου περίοδος συνέπεσε με την εφηβεία. Τότε που φοιτώντες σε γυμνάσιο αρρένων συναντούσαμε κορίτσια μονάχα τα Σάββατα σε πάρτι, προφταίναμε ίσα να χορέψουμε μαζί τους κανένα μπλουζ και επιστρέφαμε σπίτια μας άπρακτοι, έχοντας το πολύ αποκομίσει ένα χαρτάκι με τηλέφωνο, τηλέφωνο το οποίο αν τολμούσαμε να καλέσουμε, θα πέφταμε σε κάποια μαμά – ανακρίτρια, «τι τη θέλεις τη Μαρία; από πού την ξέρεις εσύ;».

Εμπνεόμενος από τις εκείνες τις φευγαλέες συναντήσεις και επηρεασμένος από τον Καβάφη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο –απ’ τα ερωτικά τους, εννοείται, που ήταν εξόριστα από την ύλη των Νέων Ελληνικών -, έγραφα κατεβατά σε ελεύθερο στίχο. Μην τολμώντας δε να τα στείλω στις Δουλτσινέες μου, τα διάβαζα στον κολλητό μου τον Μανούσο. «Εάν ήμουν κορίτσι, μπορεί και να έβγαινα μαζί σου ύστερα από αυτό…» μού είπε ένα απόγευμα και με ανέβασε στα ουράνια, μάλλον από καθαρή καλοσύνη.

Στα δεκαεφτά μου εστράφην στην πεζογραφία, στα είκοσι ολοκλήρωσα μια ιστορία που μού φάνηκε άξια να δημοσιευτεί. Η αναμενόμενη συνέχεια θα ήταν να τη στείλω σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό. Φιλοδοξούσα όμως –δες θράσος! –να απευθυνθώ σε ευρύτερο κοινό. Επίσης, δε, να πληρωθώ. «Να πείσεις κάποιον να σου δώσει μια δραχμή για ό,τι έφτιαξες, δεν υπάρχει δυσκολότερο πράγμα…» μού είχε κάποτε πει ο μπαμπάς μου. Στο «Playboy» εξάλλου δεν είχε μπει διήγημα του αγαπημένου μου Κώστα Ταχτσή;

Το βράδυ, δυο σχεδόν χρόνια αργότερα, που κυκλοφόρησε το επίμαχο τεύχος την είχα στήσει μόνος στην Πλατεία Ομονοίας. Παρακολουθούσα τη Σίντι Κρόφορντ ως πλέιμεϊτ να γίνεται ανάρπαστη, τους αναγνώστες να ξεφυλλίζουν το περιοδικό και με την άκρη του ματιού μου αγωνιούσα εάν κανείς τους θα στεκόταν στο δικό μου τετρασέλιδο, εάν ο τίτλος –«Μεταξύ Φθοράς και Αφθαρσίας» –ή η πρώτη φράση μου θα τού κινούσε το ενδιαφέρον…

Την ίδια αγωνία πέρασα όταν εκδόθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα –κρυμμένος στο βάθος της Εστίας να κατασκοπεύω τους πελάτες του βιβλιοπωλείου να το περιεργάζονται –«θα το αγοράσει; όχι ρε γαμώτο, το άφησε στο ράφι!», δάγκωνα τα χείλη μου. Το ίδιο άγχος έχω ακόμα, όποτε στέλνω σε κάποιον φίλο κάτι καινούργιο μου και αδημονώ για τηλεφώνημά του.

«Τι σε ενδιαφέρει η απήχηση;» θα ρωτήσετε. «Αφού η δημιουργία –έτσι δεν μας είπες; –είναι το ισχυρότερο παυσίλυπο». Προφανώς είπα ψέματα. Ενα βιβλίο, ένα τραγούδι, ένα θεατρικό δεν αποτελεί παρά μια ημιτελή, μία μετέωρη χειρονομία. Που περιμένει τον αποδέκτη της για να ολοκληρωθεί.

«Πάρε τη λέξη μου, δώσ’ μου το χέρι σου!» όπως αριστουργηματικά το θέτει ο Ανδρέας Εμπειρίκος.