Σε ένα σημείο του βιβλίου του «Σεβασμός σ’ έναν κόσμο ανισότητας», που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2003, ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ αναφέρεται σε μια παρέα φίλων που κάθε τόσο βρίσκονται για φαΐ και στο τέλος μοιράζονται τον λογαριασμό. Μια μέρα, ένας από την παρέα λέει ότι δεν μπορεί να είναι συνεχώς εκείνος ο χαμένος, θα πληρώσει λοιπόν μόνο γι’ αυτά που έφαγε. Ξεσπάει καβγάς, βγαίνουν τα κομπιουτεράκια, η ατμόσφαιρα χαλάει, οι φίλοι δεν θα ξαναβρεθούν ποτέ.

Ναι, η δυσαρέσκεια δεν πρωτοεκδηλώθηκε τις ημέρες της κρίσης, αλλά την εποχή της ευμάρειας και του γενικευμένου ενθουσιασμού για την παγκοσμιοποίηση. Οι ανισότητες αυξάνονταν, οι χαμένοι της ανάπτυξης πολλαπλασιάζονταν, αλλά οι κυβερνώντες –δεξιοί και αριστεροί –σφύριζαν αδιάφορα και εξηγούσαν με ύφος γιατί το κοινωνικό κράτος ήταν μια έννοια ξεπερασμένη. Είναι αλήθεια ότι ο απολογισμός ήταν θετικός. Αλλά ένα κομμάτι της κοινωνίας έβραζε.

Κι ύστερα ξέσπασε η κρίση κι έφερε στην επιφάνεια το πιο βίαιο πρόσωπο αυτής της δυσαρέσκειας. Μαζί με μια καινούργια ουτοπία: αν τη δεκαετία του ’90 κυκλοφορούσε η άποψη πως μπορεί να ασχοληθεί κανείς με την οικονομία προσπερνώντας την πολιτική, πως μπορεί δηλαδή να διαχειριστεί κανείς την παιδεία, την υγεία, τον Τύπο σαν να είναι επιχειρήσεις, τώρα υποστηρίχθηκε το ακριβώς αντίθετο, πως η νέα πολιτική δεν έχει ανάγκη την οικονομία. Η νεοφιλελεύθερη αυταπάτη έδωσε τη θέση της σε μια νεοκομμουνιστική πλάνη. Ο νέος εχθρός ήταν το «σύστημα».

Στο βιβλίο του «Μελέτες της δυσφορίας», που μόλις κυκλοφόρησε, ο 62χρονος ισπανός καθηγητής φιλοσοφίας Χοσέ Λουίς Πάρδο θυμάται πως στις διαδηλώσεις τους που ξεκίνησαν τον Μάιο του 2011 οι Αγανακτισμένοι υποδέχονταν με συμπάθεια τους βετεράνους της ισπανικής πολιτικής σκηνής και έστρεφαν, αντίθετα, όλη την οργή τους εναντίον της δικής του, της ενδιάμεσης γενιάς, των ανθρώπων που κυβέρνησαν τη χώρα μετά τη δικτατορία. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για όλα τα δεινά. Επειδή ήταν αδιάφοροι. Επειδή ήταν αλαζόνες. Επειδή ήταν διεφθαρμένοι. Επειδή ήταν αριστεροί.

Θα ήταν άδικο να χαράξει κανείς μια ευθεία γραμμή που να συνδέει τα κινήματα των Αγανακτισμένων στην Ευρώπη και την Αμερική με το Brexit και την εκλογή του Τραμπ. Τα δύο μεγάλα πολιτικά σοκ της περυσινής χρονιάς, άλλωστε, δεν έχουν τα ίδια αίτια. Διαμορφώνουν όμως ένα ενιαίο κλίμα, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε ένα μήνα στην επικράτηση της Ακροδεξιάς στην Ολλανδία και –το χειρότερο, το πιο αδιανόητο, το πιο εφιαλτικό απ’ όλα –να επιτρέψει σε δύο μήνες την εκλογή μιας πολιτικού στη Γαλλία που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στη διάλυση της Ευρώπης.

Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα καταλογίσουν ευθύνες σε πολλές πλευρές για μια τέτοια εξέλιξη. Η μεγαλύτερη ευθύνη θα ανήκει όμως στη Σοσιαλδημοκρατία, που δεν τόλμησε, δεν ρισκάρισε, δεν πρόλαβε. Που μέθυσε από την εξουσία αντί να υπερασπιστεί με πάθος τις αρχές της. Που αναλώθηκε σε ατελείωτες εμφύλιες διενέξεις αντί να συνθέσει εποικοδομητικά τις διαφορές της. Υπάρχει ακόμη χρόνος; Μαθηματικά, ναι. Πολιτικά, όμως, η κλεψύδρα αδειάζει.