Μου το είχε πει σε συνέντευξή της γνωστή ελληνίδα ηθοποιός, μούσα του νέου ελληνικού κινηματογράφου: «Μιλάνε για τη μαγεία του θεάτρου λόγω της άμεσης επικοινωνίας του ηθοποιού με τον θεατή, υπάρχει όμως μια άλλη μαγεία στον κινηματογράφο. Τώρα που εγώ είμαι εδώ, στον καναπέ μου, με μια φόρμα, αχτένιστη και με τη μύτη σαν μελιτζάνα από το συνάχι, κάποιοι, κάπου με βλέπουν σε μια ταινία στο σινεμά ή την τηλεόραση. Ισως πιο νέα κατά δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, σίγουρα με μακιγιάζ και καλοφωτισμένη. Σε άλλους αρέσω, σε άλλους όχι, μερικοί με ερωτεύονται, κάποιες γυναίκες ταυτίζονται μαζί μου, άλλες θέλουν να μου μοιάσουν, άλλες με αντιπαθούν. Αυτή η ερήμην μου επικοινωνία είναι γοητευτική, όταν τη συνειδητοποιώ, όμως, μερικές φορές τρελαίνομαι».

Οχι, εμείς εδώ δεν τρελαθήκαμε, μια και αυτές τις εβδομάδες της μεγάλης κρίσης στον ΔΟΛ που εκ των συνθηκών μοιραστήκαμε μαζί σας (πώς μπορείς να κρύψεις την απουσία μιας εφημερίδας από τα περίπτερα;) θυμήθηκα τι μου είχε πει η ηθοποιός. Προσωπικά και στην παρούσα φάση, γράφω το κείμενό μου άλλες φορές βιαστικά γιατί κάπου με περιμένουν, άλλες φορές πιεσμένα, είτε γιατί δεν έχω έμπνευση είτε γιατί με ταλαιπωρεί το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είτε γιατί βαριέμαι. Με το που πατάω το κουμπί για να το στείλω στον αρχισυντάκτη μου, το ξεχνάω. Δεν συνειδητοποιώ ότι μετά, αυτό το σύνολο των λέξεων συνεχίζει να «ζει» –όσο «ζει» –ανάμεσά σας. Αλλους τους θυμώνει, σε άλλους αρέσει, άλλοι το ξεχνάνε, κάποιοι το κρατάνε, ενώ εγώ γράφω ήδη το επόμενο. Δεν είμαι συγγραφέας ώστε να έχω αίσθηση κοινού. Επαγγελματίας είμαι και έτυχε από αυτήν τη δουλειά να ζω.

Αυτή την, ας πούμε, επαναφορτιζόμενη καθημερινά επικοινωνία με τους αναγνώστες τη συναισθάνθηκα καλά τις ημέρες που δεν ξέραμε αν και πότε θα εκδοθεί ξανά η εφημερίδα. Από τα σχόλια τα δικά σας, ακόμη και τα αρνητικά, στα σόσιαλ μίντια. Δεν θα σταθώ επί προσωπικού, δεν έχει σημασία. Με τον κίνδυνο να γίνω γραφική ή μελό ωστόσο δεν μπορώ να μην κρατήσω τις μικρές ιστορίες που εικονογραφούν τη σχέση σας με «ΤΑ ΝΕΑ». Ο νυν επιστήμονας που η πρώτη λέξη που έμαθε να διαβάζει μικρός ήταν ο τίτλος της εφημερίδας μας, ο πιτσιρικάς που με τα ρέστα από «ΤΑ ΝΕΑ» που τον έστελνε να αγοράσει ο πατέρας του εξασφάλιζε τις καραμέλες του, η φίλη που διαβάζει τώρα την εφημερίδα στον πατέρα της γιατί ο ίδιος έχει γλαύκωμα. «Να αναφερθείτε» μου μήνυσε «στους συνταξιούχους που η μοναδική τους έξοδος είναι στο καφενείο κρατώντας τη νάιλον σακούλα με «ΤΑ ΝΕΑ» και το ψωμί της ημέρας». Αλλά και οι νεαροί άγνωστοι «φίλοι» από την Ηλιούπολη που ήθελαν να μαζευτούν και να διαδηλώσουν έξω από τα γραφεία μας για να μην κλείσει η επιχείρηση.

ΥΓ: υπερβολικά αυτοαναφορική, αλλά έτσι όπως ξεβρακωθήκαμε συναισθηματικά τούτες τις μέρες ελπίζω να μου το συγχωρέσετε. Δεν θα το ξανακάνω.