«Κάπως τραβάει το σακάκι στους ώμους…». «Εγώ το νιώθω και το βλέπω μια χαρά» είπα κάνοντας μισή στροφή εμπρός στον καθρέφτη. «Το δικό μου το μάτι δεν γελιέται…» επέμεινε ο κύριος Γρηγόρης. «Βγάλ’ το, σε παρακαλώ, κι έλα να το πάρεις αύριο.»

Επιμένω να ράβομαι για τρεις λόγους.

Ο πρώτος είναι πως το κοστούμι –κλασικό ή πιο μοντέρνο, μονόπετο ή και σταυρωτό, η μετεξέλιξη αυτή στρατιωτικής στολής του 18ου αιώνα –αποτελεί το πιο κομψό, αλλά και το πιο βολικό ανδρικό ένδυμα. Τα εργοστασιακά μπουφάν, πουλόβερ, παντελόνια εκ των πραγμάτων δεν ταιριάζουν γάντι σε κανέναν, όπως ένα ρούχο κομμένο ακριβώς στο σώμα του.

Ο δεύτερος ότι –εφόσον τα συντηρείς όπως πρέπει –τα κοστούμια αντέχουν και δέκα και δεκαπέντε χρόνια. Αποδεικνύονται άρα ασύγκριτα πιο οικονομικά από τα ετοιματζίδικα. Σπανίως εξάλλου βγαίνουν εκτός μόδας.

Ο τρίτος λόγος είναι η απόλαυση της επαφής με τον ράφτη. Ο θεράπων αυτός μιας τέχνης –η οποία δυστυχώς τείνει να εκλείψει –σού υπενθυμίζει έναν κόσμο όπου επικρατούσαν όχι οι μεσάζοντες, οι αεριτζήδες, οι πάσης φύσεως τρεχαγυρευόπουλοι αλλά οι μάστορες. Οι τεχνίτες. Οι δημιουργοί. Οι άνθρωποι που –χωρίς να ποζάρουν ως καλλιτέχνες –είχαν εμβαθύνει στο αντικείμενό τους και το υπηρετούσαν σε όλη τους τη ζωή με ερωτική προσήλωση.

Η παιδική μου ηλικία έβριθε από τέτοιους.

Δύο τετράγωνα από το πατρικό μου είχαν το εργαστήριό τους οι αδελφοί Κορμανοί και έφτιαχναν πάσης φύσεως έπιπλα, από ταπεινά ράφια μέχρι επιβλητικές νυφικές παστάδες, δουλεύοντας το ξύλο σαν να ήταν –όπως και είναι –ζωντανό υλικό. Στον τοίχο τους κρεμόταν κορνιζαρισμένο ένα βραβείο που είχαν κερδίσει σε διαγωνισμό στη Σμύρνη πριν απ’ την Καταστροφή.

Στην Πατησίων υπήρχε ένας κηροπλάστης, ο οποίος προμήθευε με κεριά και λαμπάδες πεντέξι ενορίες. Τον προτιμούσαν οι παπάδες διότι προσέθετε στο μείγμα ένα δικής του επινόησης αρωματικό, το οποίο ευωδίαζε καιόμενο.

Στην οδό Κυψέλης, το συνεργείο του Ανέστη έκανε θαύματα. Καθότι τα καινούργια ανταλλακτικά ήταν στη δεκαετία του ’70 πανάκριβα, ο Ανέστης καθημερινά εφεύρισκε νέες πατέντες για να προσαρμόζει σε ένα Ντεσεβό την εξάτμιση μιας παλιάς Φορντ, για να διορθώνει βλάβες και να επισκευάζει τρακαρίσματα. Εφτιαχνε ουσιαστικά διασταυρώσεις αυτοκινήτων, που λειτουργούσαν άψογα.

Ο Δημοσθένης Πανταζόπουλος ήταν τύποις γαστρεντερολόγος, ασκούσε ωστόσο καθήκοντα οικογενειακού γιατρού για όλη τη γειτονιά. Μπορεί να μην ενημερωνόταν από επιστημονικά περιοδικά ούτε να προσκαλούνταν σε συνέδρια, διέθετε όμως τόση πείρα και τέτοια παρατηρητικότητα ώστε ποτέ σχεδόν δεν έπεφτε έξω στις διαγνώσεις και στις θεραπείες που συνέστηνε. Μας ήξερε όλους άλλωστε εκ γενετής. «Φλεβίτσες στα μάγουλα εσύ ποτέ δεν είχες!» σταμάτησε στον δρόμο έναν θείο μου. «Το έχεις παρακάνει με το κρασί! Διαμαρτύρεται το συκώτι σου…».

Στην κλίμακα αξιών του μάστορα, το χρηματικό κέρδος έρχεται καταϊδρωμένο ύστερα απ’ τη χαρά της δουλειάς και από τον έπαινο της κοινωνίας. Μεταξύ τού να είναι και τού να έχει, ο μάστορας επιλέγει δίχως αμφιταλάντευση το πρώτο. Δεν φείδεται, δε, αφοσίωσης και μόχθου, προκειμένου να πετύχει το βέλτιστο αποτέλεσμα.

Ενας ηθοποιός που πετάγεται μέσα στη νύχτα και προβάρει ξανά και ξανά τον μονόλογό του είναι μάστορας. Ενας συγγραφέας που σβήνει ατέρμονα μέχρι να βρει τη σωστή λέξη –εκείνη που θα εκφράσει με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια τη σκέψη ή το αίσθημά του –είναι μάστορας. Ενας πολιτικός που δεν διανοείται να μην παραδώσει ό,τι του εμπιστεύθηκαν οι πολίτες σε καλύτερη κατάσταση, ο οποίος –αντί να ρητορεύει στα τηλεπαράθυρα –ξημερώνεται αναζητώντας συγκεκριμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα είναι μάστορας.

Λείπουν οι μάστορες στις μέρες μας; Προφανώς.

Χρειάζεται η εποχή μας μάστορες; Επειγόντως. Στον παγκοσμιοποιημένο, ψηφιακό πλανήτη μας, ζητούμενο δεν είναι η βιομηχανική επανάληψη αλλά η καινοτομία. Η ρηξικέλευθη σκέψη. Η μετάπλαση της ατέρμονης πληροφορίας σε βιωμένη γνώση. Η υπέρβαση της βιωμένης γνώσης με τη δύναμη της φαντασίας. Να κατέχεις με όλες σου τις αισθήσεις το αντικείμενό σου ώστε να μπορείς να το εξελίξεις. Αυτό μόνον οι μάστορες το κάνουν.

Μονάχα οι μάστορες έχουν τη δύναμη να μας βγάλουν απ’ τη λάσπη.